TA ΠΑΖΑΡΙΑ ΣΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ

Από το βιβλίο του Θ.Σαράντη «Τα Γρεβενά» της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών

ΓΡΕΒΕΝΑ

Ο Pouqueville στα 1806, σε μία περιήγηση του στη Δυτική Μακε­δονία, πέρασε πηγαίνοντας και γυρίζοντας από τα Γρεβενά. Στην επιστρο­φή για την έδρα του, στα Γιάννινα, όπου ήταν πρόξενος της Γαλλίας στην Αυλή του Αλή Πασά, ακολούθησε το δρομολόγιο Γρεβενά-Μαυραναίοι-Τίστα (Ζιάκας)-Περιβόλι-Βωβούσα- Γιάννινα.

Στα Γρεβενά, περιγράφει, ....

συγκροτήθηκε ή συνοδεία του από μουλά­ρια, πού ανήκαν σε «καραβάνι» Βλάχων «κυρατζήδων». Και συνεχίζει: «...ξεκινήσαμε πρώτοι, στην κεφαλή του καραβανιού, που το αποτελού­σαν πολλοί έμποροι, πού εμπορικές τους υποθέσεις τους καλούσαν στο Περιβόλι και την Αβδέλλα...». Συνεχίζοντας, πιο κάτω λέγει: «...ακολου­θώντας έναν παλιό δρόμο, πού οι ντόπιοι τον αποκαλούσαν Βασιλι­κή Στράτα και πού κατασκευάσθηκε επί Τραϊανού, περάσαμε από τους Μαυραναίους, πόλη πού ό Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος απο­καλεί Μαρώνεια. Δεξιά, σχεδόν παράλληλα, παρουσιάζεται το Μαυρονόρος, γνωστό χωριό από την ετήσια εμποροπανήγυρη πού γίνεται εκεί».

 

Πραγματικά, εκείνα τα χρόνια, στο μικρό χωριό Μαυρονόρος πού βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα περίπου δυτικά από τα Γρεβενά, κάθε άνοιξη γινόταν εκεί μεγάλη εμποροπανήγυρη, γεγονός πού απηχούσε πέρα από τα σύνορα της Δυτικής Μακεδονίας Η εμποροπανήγυρη αυτή του Μαυρονόρους, έθιμο πανάρχαιο και βυζαντινό πού ποιος ξέρει πριν από πό­σους αιώνες είχε καθιερωθεί, διαρκούσε δεκαπέντε σχεδόν μέρες. Άρχι­ζε Δευτέρα και τελείωνε το μεθεπόμενο Σάββατο.

Ο Pouqueville λέγει ότι άρχιζε μετά την εαρινή ισημερία, δηλαδή μετά τις 9 Μαρτίου, με το Ιουλιανό Ημερολόγιο. Δεν αποκλείεται να γινόταν σ' εκείνη την ημερομηνία για να ψωνίζει ό κόσμος για το Πάσχα. Αλλού πάλι ό Pouqueville λέγει ότι γινόταν αργότερα, στις 30 Ιουνίου, με το Ιουλιανό Ημερολόγιο. Σ' αυτό το τελευταίο, φαίνεται ότι παρα­σύρθηκε από την ημερομηνία που γινόταν ή άλλη ετήσια εμποροπανήγυρη το Κοτζά Παζάρ (Μεγάλο Παζάρι), όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω.

Το πιο πιθανό όμως, όπως και ή παράδοση το διαφύλαξε, είναι οτι το «Παζάρι του Μαυρονόρους» γινόταν μετά τις 15 Μαΐου (Ιουλιανό Ημερολόγιο), γιορτή του Αγίου Αχιλλίου, πολιούχου των Γρεβενών.

Εκτός από το «Παζάρι του Μαυρονόρους», πού εκάλυπτε και εξυπη­ρετούσε περισσότερο το δυτικό τμήμα του καζά των Γρεβενών, γινόταν, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, στις αρχές Οκτωβρίου και το «Κοτζα Παζάρ» (Μεγάλο Παζάρι), στο χωριό Βέντζι (σ. Κέντρον), χωριό καθαρά μουσουλμανικό τότε, δεκαπέντε χιλιόμετρα ανατολικά από τα Γρεβενά, πέρα από τον Αλιάκμονα, πού εκάλυπτε και εξυπηρετούσε το ανατολικό τμήμα του καζά.

Το «Παζάρι του Μαυρονόρους», κατά τη δεκαετία του 1840-1850, μεταφέρθηκε στα Γρεβενά. Τότε πήρε το όνομα «Αχίλλης» ή «Παζάρι του Αχίλλη», από το όνομα του πολιούχου των Γρεβενών, και από τότε χωρίς διακοπή γίνεται στον «Μερά», όπως και άλλου αναφερθήκαμε, στο πεδινό μέρος ανατολικά από τα τελευταία σπίτια των Γρεβενών.

Άλλοτε, επί τουρκοκρατίας, οι δημοτική αρχή τής πόλης των Γρε­βενών είχε κτίσει εκεί ένα τεράστιο τετράγωνο πλίθινο συγκρότημα μαγαζιών, σκεπασμένων με κεραμίδια, που κατά τις ημέρες της εμπορο­πανήγυρης τα νοίκιαζε στους εμπόρους εκείνους, που το εμπόρευμα τους είχε ανάγκη προστασίας από τις καιρικές συνθήκες.

Το «Κοτζά Παζάρ» ή το «Παζάρι των Βεντζίων», που είχε θεσπισθεί πιθανότατα για να εξυπηρετεί καθαρά τους Τούρκους, στα 1928 μεταφέρ­θηκε και αυτό στα Γρεβενά. Γίνεται και αυτό στον ίδιο χώρο, όπου και ο «Αχίλλης», στις αρχές Οκτωβρίου τότε «πού κατεβαίνουν οι Βλάχοι από τα βουνά και πήρε την προσωνυμία «Χινοπωρινό Παζάρι» ή «Χινοπορινός Αχίλλης». Η γενική μορφή αυτών των «παζαριών» δεν δια­φέρει και πολύ από αυτό που γινόταν στη βυζαντινή εποχή, όπως με μεγά­λη γλαφυρότητα τα περιγράφει ο Φαίδων Κουκούλες.

Οπωσδήποτε το μικρό Μαυρονόρος στις δεκαπέντε αυτές μέρες μεταμορφωνόταν σε μια πολύχρωμη, πολυάνθρωπη και πολυθόρυβη πολιτεία, γεμάτη πρόχειρες παράγκες και τσαντήρια, τσαρδάκια από κλα­διά και πάγκους.

Τα λίγα χάνια του χωριού βογγούσαν από τον πολύ κόσμο, τους σπα­χήδες, τους αγιάνηδες, τους μπέηδες, τους αγάδες, ενώ οι καπεταναίοι αρματολοί, πού πάνοπλοι και καταστόλιστοι με τα ασημένια τσαπράζια τους έρχονταν στο πανηγύρι, προτιμούσαν τα φιλοξενία των κατοίκων πού όλοι τους ήσαν χριστιανοί.

Οι ζαπτιέδες και οι τζανταρμάδες, ντυμένοι με τα γιορτινά επίσημα καφτάνια και τα φρεσκοσιδερωμένα φέσια τους, τριγυρνούσαν εδώ και εκεί για να τηρήσουν την τάξη, καμαρώνοντας επιδεικτικά τα σήματα της εξουσίας τους σαν «γύφτικα σκεπάρνια». Ο τσαούσης τους (λοχίας), που ήταν και διοικητής τους, είχε στήσει τον πάγκο του σ' ένα καλοκαμωμένο τσαρδάκι, από όπου φορώντας τον μανδύα του σουλτανικού μεγα­λείου, παραστεκόταν και επιτηρούσε για την τήρηση του νόμου και της τάξης.

Δίπλα από το τσαρδάκι του τσαούση στέκονταν τέσσερα σημαντικά όργανα, απαραίτητα για την καλή λειτουργία του παζαριού.

Εκεί κοντά, σ' έναν πάγκο, βρισκόταν ό «φορατζής» ή καλύτερα να πούμε ο ενοικιαστής του φόρου πωλουμένων ζώων το «βερκί» όπως το έλεγαν που σε κάθε πώληση εισέπραττε το δικαίωμα φόρου του Κράτους και παρέδιδε στον αγοραστή μια απόδειξη έναν «τεσκερέ» που ήταν και το πιστοποιητικό νόμιμης κατοχής του ζώου. Εννοείται ότι αυτή ή φορολογία αφορούσε τα μεγάλα ζώα, αροτριώντα ή μη γιατί για τα αιγο­πρόβατα υπήρχε άλλη διαδικασία.

Ο «Κανταρτζής» είχε το «αλφαδιασμένο» από το Κράτος καντάρι του στον ώμο του, για να ελέγξει με αυτό το σωστό ζύγιασμα κάθε εμπο­ρεύματος, που ό οποιοσδήποτε αγοραστής, πληρώνωντας τα «κανταριάτικα» θα διαπίστωνε το σωστό ζύγι της παλάντζας ή της πλάστιγγας του πωλητή.

Ο «σταμπολής» ή «σταμπολτζής» έκαμνε το ίδιο πράγμα με το «σταμπόλι» του, πού ήταν ένα κυλινδρικό ξύλινο ή σιδερένιο δοχείο, στο μέ­γεθος περίπου ενός σημερινού δοχείου πετρελαίου, ελεγμένο από το Κρά­τος για τη χωρητικότητα μισού κοίλου. Το κοιλό πάλι, που είχε δυο σταμπόλια, ήταν ή μονάδα χωρητικότητος και πωλήσεως για τα δημη­τριακά και μερικές φορές και για τα όσπρια. Το ένα κοιλό, δηλαδή τα δυο σταμπόλια, ζύγιζαν 22-24 οκάδες σιτάρι, ανάλογα με τη σκληρότητα του, 20-22 οκάδες βρίζα (σίκαλη) ή καλαμπόκι ή όσπρια και γύρω στις 20 οκάδες κριθάρι ή βρώμη.

 

Ο σταμπολής» ήλεγχε με αυτόν τον τρόπο τη χωρητικότητα των προϊόντων που πωλούνταν, αν το ζητούσε ό αγοραστής, γιατί αυτός πλή­ρωνε και το σχετικό «σταμπολιάτικο». Γέμιζε ως τα χείλη το σταμπόλι του, το κουνούσε για να κατακαθίσει καλά το προϊόν και μετά με την «κόφτρα», μια ευθύγραμμη ξύλινη πήχη, το ίσιωνε από χείλος σε χείλος.

Τέλος υπήρχε και ο ενοικιαστής του «φόρου εκθέσεως του «κομμερκίου» των Βυζαντινών που ήταν ένα από τα σημαντικότερα έσοδα του Κράτους από αυτές τις εμποροπανηγύρεις.

Η προετοιμασία του παζαριού άρχιζε από πολλές μέρες πριν.

Τα περίφημα Σιατιστινά, Περιβολιώτικα και γενικά Βλάχικα καρα­βάνια, κουβαλούσαν τους πανηγυριώτες και την πραμάτεια από άκρη κό­σμου .

Οι Σιατιστινοί κουντουράδες και παπουτσήδες έφερναν τα παπούτσια και τα κορδέλια, τις παντούφλες, τα πασούμια και τα τερλίκια, πού μα­στόρευαν στ' αργαστήρια τους περίφημοι τεχνίτες, πού έμαθαν την τέ­χνη στη Βιέννη και στη Βουδαπέστη, ενώ τα γιαννιώτικα κόκκινα τσα­ρούχια ή τα μαύρα καρφωτά, με τις τρίχινες ή τις μάλλινες ή τις μπρισιμένιες φούντες και τα σελάχια με τις πολλές δίπλες, τα έφερναν οι Γιαν­νιώτες από την Ηπειρο.

Κοζανίτες ταμβακάδες, χαλκιάδες και κουδουνάδες, κουβαλούσαν τα πετσιά τους, που τα αργάσθηκαν στα ταμπάκικα τους, σε φασκιές βοδι­νές ή γουρουνίσιες, για τα τσαρούχια ή τα γουρνοτσάρουχα των χωρικών, τα χαλκώματα, τα κυπριά, τους κύπρους και τα κουδούνια, τα τσοκάνια και τις μπίκες, τις γάστρες, τα γκιούμια, τα μπρίκια, τα χαβάνια, τους τεντζερέδες, τα τηγάνια, τις κουτάλες, τους ταβάδες, τα ταψιά, τα σινιά, τα λεγγέρια, τα κακαβιά και τα μπακράτσια, τα μπρούντζινα θυμιατά, τα μαγκάλια τα μπρούντζινα και τα σιδερένια.

Πανικά, χασέδες και κάθε είδους μαλιφατούρα, αλατζάδες για τ' αντεριά και καφτάνια, άσπρα για φουστανέλες και πουκαμίσες, ντράδες για παλτά από τη Φραγκιά, μεταξωτά μαντήλια και τσεμπέρια από την Μηρούσα για τις αρχόντισσες και μαϋρα μπαμπακερά για τις φτωχές, φέλπες και στόφες και βελούδα, μπρισίμια και γαϊτάνια για τα σιγκούνια και τις σάρικες, σιρίτια, κουμπιά και ζάβες, βελόνια και σακοράφες, λογιών λο­γιών, έφερναν οι πραματευτάδες Μοσχοπολίτες, Γιαννιώτες και Ζαγορίσιοι. Έφερναν ακόμα φέσια, λογιών λογιών- κόκκινα και άσπρα, για πλού­σιους και φτωχούς, Τούρκους και Γραικούς, Βλάχους και  Αρβανίτες, σαρίκια για τους μπέηδες, τουρμπάνια άσπρα για τους χοτζάδες, ιμάμηδες και μουεζίνηδες, σαλβάρια και γιασμάκια και φερετζέδες για τις χανούμισσες και ζουνάρια άσπρα και κόκκινα ριγωτά.

Οι Γκέγκηδες από την Ντίμπρα και από το Καλκαντελέν, με τα καφετιά πουλτούρια και σαλβάρια τους κατάφορτα από κεντήματα με σιρίτια, το φαρδύ άσπρο ζουνάρι και το άσπρο μικρό φέσι έδιναν και έπαιρναν με τους χαλβάδες τους, τον ταχινένιο, τον σουσαμένιο, τον μαϋρο μελάτο και τον άσπρο καρυδάτο, τα σερμπέτια τους και τους μπακλαβάδες τους, το σάμαλι, τα καταΐφια τους, τα μπιμπίλια και τα ζαχαρομπίμπελα και τα ζαχαράτα, τα κοκοτσέλια στο ξυλάκι καί τά μήλα τα καραμελωμένα. Αλλοι από αυτούς τριγυρνούσαν μέσα στους παζαριώτες με «μαστίχα» πάνω σ' ένα μεγάλο ξύλο, σαν φουρνόξυλο που με ένα μετελίκι ικανοποιούσαν όλα τα μικρά.

Στη σειρά, παρακάτω, οι Μηλιώτες βαϊνάδες αράδιαζαν την πραμά­τεια τους, τους κάδους, τους τάλαρους και τις βιδούρες, τις καρδάρες, τις σκάφες και τις κοπάνες, τους κόπανους τα  βαρέλια και τα βαρελάκια για κρασί και για νερό, τις βουτσέλες και τα βουτσελάκια, τις τσότρες και τις κόφες για το κρασί, τα κλειδοπίνακα, τα γουδιά για σκορδοστούμπι και για σκορδαλιά, τα ξυλοκούταλα, τις αγκλίτσες τις ρόκες για γνέσιμο, τα αδράχτια και τα σκαλιστά πυξαρένια σφοντύλια, τις ανέμες, τα τυλιγά­δια, τα τσικρίκια, τα αντιά, τους αργαλειούς, τις σαΐτες, τα ξυλόχτενα, τις πατήστρες, τα καρούλια και τους σοφράδες.

Οι Μπραζιώτες (απο τη Μπρυάζα, τώρα Δίστρατο) έφερναν κατράμι για μαντζούνια και για τα νύχια των μουλαριών, δαδί για προσάναμμα και για φέξη, στειλιάρια για τσεκούρια, για δικέλια και για τσάπες και πιο μεγάλα για κοσιές, διχούλια καί τριχουλια για το χορτάρι και τα δε­μάτια, ξυλόφτυαρα για το λίχνισμα, μαγκούρες και βέργες για τις αγκλί­τσες και για τις φκέντρες.

Οι σιδεράδες, οι «γύφτοι», απο τα Γρεβενά και από το Βοδεντσικό (Πολυνέρι), είχαν υνιά για τα ξυλάλετρα, λελέκια και δρεπάνια και κοσιές για τα τριφύλλια και τα κοφτολίβαδα, τσουγκράνες και σκεπάρνια. σφυ­ριά και βαριές, τσεκούρια μικρά και μεγάλα, κλαδευτήρια και ροκόπουλα, φτυάρια, λισγάρια και τσάπες και δικέλια για σκάψιμο, μασιές και φτυαράκια για το τζάκι, πυροστιές και φεγγίτες και λογιών λογιών σιδερόβεργες για τα παράθυρα και μεγάλες κλειδαριές για τις πόρτες και τα κουφώματα, σιδερομάνταλα και ριζέδες, πέταλα και καρφιά και αλογόκαρφα, σιδερένια στεφάνια για τις ρόδες των βοϊδοαμαξών, τσέρκια για τα βαρέλια και «κουτσούς» για τα υδοροπρίονα. Είχαν ακόμα δόκανα και παγίδες για τα ζουλάπια, λύκους, αλεπούδες, τσακάλια κ.ά.

Οί Βλάχες έφερναν τις βελέντζες τις χρωματιστές, τις φλοκάτες και

τις ντάγκες και τα κρουστά κιλίμια, τα σαΐσματα από τραγόμαλλο, τις τέντες τις υφαντές, τις πολύχρωμες με υφαντά σχέδια, μπάντες και μπα-ντανίες για τον τοίχο και προσκέφαλα για το κρεβάτι και το μεντέρι, τα δίμιτα δίκλωνα και τρίκλωνα, άσπρα, μαϋρα και λουλακίσια, τα σαμαροσκούτια. τα κατασάρκα, τις φανέλες, τις λιάρες κάπες από τραγόμαλλο, τα μαϋρα ταλαγάνια, τα χολέβια και τα τραγομαλλίσια σακιά, τις φλοκατές σάρικες, άσπρες και μαύρες, και τα σιγκούνια, τα μάλλινα τσουρά­πια, ανδρικά άσπρα και μαΰρα και γυναικεία πολύχρωμα με τις παρδα­λές τις πούλιες στον αστράγαλο.

Οι Τρικαλινοί έμποροι κουβαλούσαν μαλλιά και άρνοπόκια, κωλόκουρα και τραγόμαλλα, λανάρια, μιτάρια και χτένια του αργαλειού.

Οι Συρρακιώτες, οι Κλεισουριώτες και οι Νεβεσκιώτες χρυσικοί, σε άλλη μεριά, αράδιαζαν τα χρυσαφικά τους και τα ασημικά τους κα­δένες και μαργαριτάρια, γκιορντάνια από φλουριά βενετικά ή τούρκικα, για το φέσι και το στήθος των γυναικών ή από αυστριακά ντουμπλόνια για το λαιμό της νύφης, σκουλαρίκια μαλαματένια ή ασημένια ή φλώροκαπνισμένα δαχτυλίδια με διαμάντια και μπριγιάντια και με τοπάζια και ρουμπίνια και ζαφίρια. Μπιλιτζίκια μαλαματένια και ασημένια, λογιών λογιών, με πλάκες κι άλλα με πέτρες κι άλλα από ασημένιες αλυσίδες, ασημένια κουμπιά για τα τσικέτα των γυναικών πεντάδιπλες ασημένιες αλυσίδες για τις αρχόντισσες, που τις έδεναν μπροστά, από πάνω ως κάτω, ζώνες συρματένιες, ασημένιες ή φλωροκαπνισμένες, με μεγάλους τοκάδες μπροστά. Είχαν ακόμα του κόσμου τα ασημικά για τους αρχόντους και τους καπεταναίους ασημένια τσαπράζια, σταυρωτά, με πλάκα τον Αι-Γιώργη καβαλάρη στο στήθος παλάσκες ασημένιες για τα βόλια και για το μπαρούτι, αλυσίδες με σουγιάδες ασημένιους, καλαμάρια ασημένια με την πένα μέσα, που έμπαιναν στο σελάχι, και χίλια δυο άλλα στολίδια για άνδρες, γυναίκες και κορίτσια. Είχαν ακόμα και εικονίσματα ασημένια χέρια και πόδια ασημένια και πολλά άλλα για τάματα...

Οί Σαμάρινιώτες μαχαιράδες και τουφεκτσήδες πιο πέρα είχαν άπλω-μένα στις τάβλες τους λογιών λογιών σουγιάδες της τσέπης μαυρομάνικους από κέρατο τράγου ή κριαριοϋ, μαχαίρια για τις νοικοκυρές και για τους χασάπηδες και κάθε είδους μαχαίρια και χαντζάρια, μεγάλα και μι­κρά, γιαταγάνια με ασημοκεντημένη λαβή, πάλες και πιστόλες, με φηκάρια φλαμουριάς και δεσίματα συρματένια. Είχαν ακόμα οι τουφεκτσήδες και ντουφέκια και τρομπόνια της εποχής, όλα για τους κλέφτες και τους αρματολούς.

Πιο εκεί, οι τεχνίτες σαμαράδες από το Βελεστίνο αράδιαζαν τα σα­μάρια για άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, με σταυρούς και κίτρινα καρ­φιά για στολίδι, σέλες από βιδέλο ή χοιρινό δέρμα για τους μερακλήδες καβαλάρηδες, καπίστρια και γκέμια με μπρισιμένιες φούντες και χάντρες παρδαλές για τους μπέηδες, τους σπαχήδες και τους αρματολούς, χαλινούς και ζιγκιά μπρούντζινα και σιδερένια, τριχιές για φόρτωμα, κιουστέκια για το ραβάνι των άλογων και δόκανα για το περδίκλωμα των ζωντανών, για να μην ξεμακραίνουν από τον αυλαγά του σπιτιού.

Δεν έλειπαν από το πανηγύρι και οι τσιγγάνες, πού πουλούσαν κα­λάθια και καλαθάκια, από καλάμια και λυγαριές η και ιτιές, πανέρια και κανίστρες για την πλύση της νοικοκυράς, κοφίνια, κόφες και κουσιόρες γιά τον τρύγο, σίτες συρματένιες για το αλεύρι του ψωμιού και μεταξωτές κρησάρες για τις λειτουργίες, κόσκινα και δρυμόνια για το λίχνισμα.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι σε κάποια άκρη εκεί στηνόταν και ό σιδερωτής, πού σιδέρωνε τα στραπατσαρισμένα φέσια των αγάδων, γιατί τα φέσια τους οι χριστιανοί, όχι μονάχα δεν τα σιδέρωναν, άλλα και τα τσάκιζαν στραβά προς την αριστερή μεριά, όπου κρεμόταν και ή φούντα, έτσι για μεράκι.

Στη συνέχεια πιο πέρα οι χωριάτες άνοιγαν τα σακιά τους με τα γεν­νήματα τους, πού είχαν για πούλημα, σιτάρι, καλαμπόκι, σμιγό, σίκαλη-βρώμη, κριθάρι και κάθε είδους όσπρια, ενώ πολλές γυναίκες έφερναν κανένα τουλούμι τυρί ή βούτυρο ή μπάτζιο ενώ άλλες κουβαλούσαν τα κοτόπουλα τους και τα αυγά τους.

Πιο πέρα, λίγο πιο μακριά, στον Μερά, απλωνόταν το «'Άτ Παζάρ», το «Άλογοπάζαρο», πού δεν ήταν μόνο αλογοπάζαρο, άλλα παζάρι για κάθε είδους ζώο.

Εκει μπορούσε ό καθένας να ιδεί και να διαλέξει μουλάρια από τη Λιαπουριά με στρογγυλά καπούλια, δυάρικα και τριάρικα, σαμαρομένα και ξεσαμάρωτα, βόδια μακροκέρατα από τη Βέροια, αγελάδια, δαμάλια και μοσχάρια από τη Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή), άλογα βαρβάτα και αβάσταχτα από τη Θεσσαλία και γαϊδούρια Κυπραίικα, βαρβάτα για ντα­μάρι και πολλά πρόβατα, αρνιά, γίδια και κατσίκια για «έχω» και γιά κρέας. Είχαν εκεί ακόμα γουρούνια, σκρόφες και γκουτσούνια για πά­χυνση και σφάξιμο τα Χριστούγεννα.

Μέσα στο «Άτ Παζάρ» τριγυρνούσαν οι τσαμπάσηδες μέ σπιρούνια στα κορδέλια τους, που και τότε, όπως και σήμερα, οι περισσότεροι ήσαν γύφτοι (άτσίγγανοι).

3. Σέ ολόκληρη την περιοχή του παζαριού ήσαν στημένα ένα σωρό τσαρδάκια από κλαδιά για σκιά, με ψησταριές και πάγκους και τραπέζια από σανίδια «άκρες» για να κάθεται και να σερβίρεται ό κόσμος.

Ό καθένας, πού τελείωνε τη δουλειά του, ξεπουλούσε και ψώνιζε, πήγαινε εκεί για να πάρει μεζέ κοκορέτσι ή νεφραμιά ή κανένα πλευρό και να πιει Σιατιστινό ή Ζαλοβίτικο ή Σπηλιώτικο κρασί κόκκινο ή μαϋρο, ενώ από την άλλη μεριά λαλούσαν τα όργανα. Κι όταν πολλοί ζωηροί έρχονταν στο κέφι, άρχιζε ο χορός, που συνεχιζόταν όλη τη νύχτα.

Οι αγάδες, πού δεν τους επέτρεπε ή θρηκεία τους να πίνουν οινοπνεύματα, προτιμούσαν να παίρνουν τον «καϊβέ» τους «τσόκ σεκερλή» και «τσόκ καϊμακλή» καθισμένοι κατάχαμα σταυροπόδι στις κλαδαριές, πού καφετζήδες Τούρκοι από τα Γρεβενά με μεγάλη μαστοριά έψηναν.

Δεν έλειπαν από το πανηγύρι και τα δροσιστικά, κρύο νερό και αυτο­σχέδιο πολύχρωμο «μπούζι» εκείνου του καιρού. Χαρακτηριστικό ήταν το φυσικό χιόνι, που σε τραγομαλλίσια σακιά κουβαλούσαν όλη νύ­χτα οι Σπηλιώτες και οι Τιστιώτες από τα χωριά τους, βγάζοντας το από τις τρύπες των βράχων του  Όρλιακα και το πουλούσαν ένα μετελίκι την τσιάφκα,

Τη δεύτερη εβδομάδα, που σχολούσε το «Ατ Παζάρ», ο κόσμος όλος γλεντούσε, όσο μπορούσε. Και τις χρονιές που είχαν ησυχία, γιατί τις περισσότερες φορές είχαν «ανταρσίες» και ή γης έφερνε καλή σοδειά, οι πραματευτάδες έκαμναν χρυσές δουλειές και όλος ο κόσμος έφευγε ευ­χαριστημένος.

 

Επιμέλεια: Σάκης Πέτρου