Η ΜΟΛΟΧΑ

ΜΟΛΟΧΑ (1923-Σήμερα)


 

 

Χωριό του δήμου Βοΐου, Υψόμετρο: 630 μ., Κάτοικοι: 20, Προηγουμένη ονομασία: ΚΙΝΟΣ.Αγροτικό Ιατρείο, Δημοτικό σχολείο, Πολιούχος: Άγιος Δημήτριος


  Πανοραμική άποψη της περιοχής μετά την Μολόχα


 

Ποντιακό χωριό εξ’ ολοκλήρου, οι κάτοικοι ήλθαν πρόσφυγες με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 από το Μεταλλείο Ταύρου (Μπουγά Μαντέν). Συγχωριανοί από το Μπουγά Μαντέν κατοίκησαν και στα διπλανά χωριά Πλατανιά και Σήμαντρο. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν σε σπίτια τα οποία εγκατέλειψαν οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού. Το χωριό ονομαζόταν Κινός, αργότερα πήρε την τωρινή ονομασία, Μολόχα.

Μοιραστήκαν στους κατοίκους χωράφια να μπορέσουν να δουλέψουν και να ζήσουν. Βεβαίως τα πράγματα στην αρχή δεν ήταν και τόσο ρόδινα καθ’ όσον οι πρόσφυγες δεν είχαν σχέση με την αγροτική ζωή. Ήταν όλοι εξειδικευμένοι στην εξώρηξη και εκμετάλλευση μετάλλων. Σιγά σιγά όμως προσαρμόστηκαν και άρχισαν να δίνουν ζωή και προκοπή στο νέο χωριό τους. Όλα τα προβλήματα που είχε το χωριό προσπαθούσαν οι κάτοικοι να τα λύσουν μόνοι τους, αφού βεβαίως λειτουργούσε η βουλή των γερόντων. Η απόφασή τους ήταν σεβαστή από όλους, αποφάσιζαν ακόμη και για την αποκατάσταση των γυναικών που χήρεψαν κατά τον ερχομό τους στην Ελλάδα. Μόνοι οι κάτοικοι με προσωπική εργασία άνοιγαν δρόμους για να έχουν επικοινωνία με τα άλλα χωριά και να πάνε στα χωράφια τους.   

Και ενώ όλα πήγαιναν καλά ήρθε ο πόλεμος. Ο Ελληνοιταλικός βρήκε όλα τα παιδιά που ήρθαν σε ηλικία 5,6 και 7 ετών από την πατρίδα (Μαντέν) άλλοι μόλις απολύθηκαν απ’ το στρατό και άλλοι να είναι στον στρατό. Βεβαίως όλοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή αφήνοντας πίσω γυναίκες και παιδιά καθ’ όσον οι περισσότεροι εκείνη την εποχή παντρεύονταν σε μικρή ηλικία. Δύσκολα χρόνια μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Πούλησαν όσα είχαν αποκτήσει για να μπορέσουν να επιβιώσουν τα χρόνια της πείνας(1941-42). Δεν έφταναν όλα αυτά ήρθε και ο εμφύλιος. Με το τέλος του εμφυλίου το 1949 άρχισαν να ανασυντάσσονται και να ξανακάνουν τα νοικοκυριά τους.

Η δεκαετία του ’50 ήταν και αυτή δύσκολη οικονομικά, λειτούργησε όμως το δημοτικό σχολείο και όλα τα παιδιά άρχισαν να μορφώνονται και να αλλάζει η εικόνα του χωριού.

Αρχές τις δεκαετίας του ’60 άρχισε η οικονομία του χωριού να ανεβαίνει, σπουδάζουν περισσότερα παιδιά στα σχολεία, κατώτερης, μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης. Στα μέσα τις δεκαετίας του ’60 αρχίζουν να αγοράζουν μηχανήματα, τρακτέρ και άλλα, και πήρε άλλη μορφή το χωριό. Στα τέλη τις δεκαετίας του ’60 έγινε ο κεντρικός δρόμος και ηλεκτροδοτήθηκε το χωριό. Εφαρμόστηκαν νέοι μέθοδοι καλλιέργειας και όλα πηγαίνουν καλύτερα μέχρι σήμερα. Βεβαίως η μετανάστευση χτύπησε και το χωριό μας, Μολοχιώτες υπάρχουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, καθώς επίσης και εσωτερικοί μετανάστες.

Την περιοχή του χωριού διασχίζει ο ποταμός Αλιάκμονας ο οποίος δίνει ζωή στα γύρω απ’ αυτόν χωράφια και στους κατοίκους καθ’ όσον οι περισσότεροι είναι καλοί ψαράδες.


 

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ - ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου

Όταν το 1924 στην Μολόχα ήλθαν οι Μεταλλιώτες εκκλησία δεν υπήρχε διότι το χωριό ήταν Τούρκικο. Στην αρχή όσοι μπορούσαν πήγαιναν σε εκκλησίες γειτονικών χωριών, περισσότερο πήγαιναν στο χωριό Σαρμπάδες , σημερινή Βελανιδιά όπου ιερουργούσε ο καλός ιερέας Ιωάννης Τζιμούλης. Έπρεπε πάση θυσία να ανεγερθεί ναός, παρά την ελεεινή οικονομική κατάσταση των κατοίκων. Αποφάσισε ομόφωνα το χωριό και έθεσε σε ενέργεια όλες τις δυνάμεις που μπορούσε για την ανέγερση του ιερού ναού. Οι κάτοικοι προσέφεραν ότι μπορούσαν σε χρήμα και σε προσωπική εργασία. Ανέγειραν τον ναό στο όνομα του Αγίου Δημητρίου. Κατά πληροφορίες τα θυρανοίξια έγιναν το 1933, η προσέλευση των ενοριτών ήταν μεγάλη, ακόμα και στον εσπερινό η εκκλησία ήταν γεμάτη.  

Παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής

Στον τόπο που βρίσκεται το παρεκκλήσι υπήρχαν διάφορα χαλάσματα τα οποία κανείς δεν γνώριζε από πού προέρχονταν. Ένας κάτοικος αποφάσισε να μεταφέρει τις πέτρες για να χτίσει σπίτι στο χωριό. Όταν τελείωσαν οι πέτρες έμεινε μόνο η βάση, μια μεγάλη πλάκα. Την νύχτα οι παππούδες μας έβλεπαν  μία λάμψη στο σημείο αυτό και προσπαθούσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Βεβαίως δεν περνούσε από το μυαλό του ότι μπορεί να ήταν εκκλησία καθόσον οι προηγούμενοι κάτοικοι του χωριού ήταν μουσουλμάνοι. Την λύση ήλθε να την δώσει ένα όραμα που παρουσιάστηκε σε μια κοπέλα του χωριού. Είδε μια γυναίκα να την παίρνει από το χέρι και να την οδηγεί προς την λάμψη. Όταν τη ρώτησε πως την λένε απάντησε Παρασκευή. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής χάθηκε από δίπλα της. Η λύση βρέθηκε. Με μπροστάρη τον παπά όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήρθαν να κάνουν δέηση στον τόπο, πήραν δε απόφαση να χτίσουν μία εκκλησία στη χάρη της Αγίας Παρασκευής. Τα οικονομικά όμως δεν υπήρχαν και εκτός αυτού δεν είχε χτιστεί ακόμα η εκκλησία στο χωριό. Αποφάσισαν λοιπόν προσωρινά να χτίσουν ένα μικρό εικονοστάσι και αργότερα εκκλησία. Το εικονοστάσι χτίστηκε γρήγορα και τοποθετήθηκε η εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Η λάμψη χάθηκε και κάθε βράδυ ήταν αναμμένο το καντήλι στο εικονοστάσι. Πέρασαν πολλά χρόνια, το τάμα έγινε οι κάτοικοι έκτισαν έναν απλό μικρό ναό της Αγίας Παρασκευής το έτος 1985.

Παρεκκλήσι Προφήτη Ηλία -  Αγίου Φανουρίου

Ανεγερθεί στην θέση ΖΙΑΡΕΤ στα σύνορα Μολόχας –Πλατανιάς, από την οικογένεια Γεωργίου και Ζωής Λαζαρίδη το έτος 1997 εις μνήμη των γονέων τους ποντίων και πατριωτών, προερχομένων εκ του Μεταλλείου Ταύρου Μικράς Ασίας. Την αγιογράφηση προσέφεραν συγχωριανοί και πατριώτες.

Παρεκκλήσι Παναγίας Σουμελά

Το παρεκκλήσι της Παναγίας Σουμελά κατασκευάστηκε το 2001 με δωρεές των κάτοικων του χωρίου και μελών του συλλόγου, καθώς επίσης και με μια μεγάλη δωρεά του συλλόγου ''Η ΑΓΙΑ ΣΩΤΗΡΑ'' από τους ομογενείς μας στην Αυστραλία. Βρίσκεται στην περιοχή λόφου με καταπληκτική θέα μόλις 1 χιλιόμετρο έξω από το χωριό. Ο Ναός αγιογραφήθηκε από τον πρόεδρο του συλλόγου Θωμά Ξανθοπουλο με δωρεές πιστών συγχωριανών μας από όλη την Ελλάδα.
Στον χώρο της Εκκλησιάς της Παναγίας Σουμελά γίνεται κάθε χρόνο το μνημόσυνο της Γενοκτονίας του ποντιακού Ελληνισμού ,όπου υπάρχει στον προαύλιο χώρο και το μνημείο της Γενοκτονίας ,στις 19 Μαΐου .Επίσης τελείται Θεια Λειτουργιά τον Δεκαπενταύγουστο.


 

 Εγκαίνια Μνημείου Γενοκτονίας
Την Κυριακή 3 Αυγούστου 2008 τελέσθηκε επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των αναιρεθέντων κατά την περίοδο 1916-1923 Μπουγά μαντεντζήδων στη Μολόχα Κοζάνης (πλησίον της Νεάπολης) μετά από πρωτοβουλία του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου "ΕΛΙΜΕΙΑ". Με τη σύμφωνη μάλιστα γνώμη των τοπικών συμβουλίων των οικισμών Μολόχας, Πλατανιάς και Σημάντρου (προσφυγικές εγκαταστάσεις Ποντίων του Μεταλλείου Ταύρου, Οβατζίκ και Κάβουκλου), καθώς και του Δήμου Νεάπολης και της Νομαρχίας Κοζάνης πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια Μνημείου Γενοκτονίας, στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα όλων των Μπουγά μαντεντζήδων που έχασαν τη ζωή τους στην «πατρίδα» με τραγικό τρόπο από τις διώξεις των κεμαλικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο στις 6 Αυγούστου 1920 περισσότεροι από 90 αδελφοί Μπουγά μαντεντζήδες κάηκαν ζωντανοί στη χαράδρα του Τορομάν Μπογαζί από εκδικητικό τάγμα τσετών (ιντικάμ ταμπουρού).
Ο ονομαστικός αυτός κατάλογος, εντοπίστηκε σε χειρόγραφο του συγχωρεμένου εκπαιδευτικού Τάσου Φεστερίδη από τη Σκοπιά Σερρών και είχε καταρτισθεί το 1960 από το Σύλλογο των εκ Μεταλλείου Ταύρου Ποντίων «ο Άγιος Γεώργιος» που έδρευε στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό να τελεστεί μνημόσυνο «υπέρ των εν τη τέως πατρίδι μας καθ’ οιονδήποτε τρόπον σφαγιασθέντων, καέντων ζωντανών, εν εξορία θανόντων και εν γένει υπέρ των εκείσε θανόντων προγόνων». Ο κατάλογος δημοσιεύθηκε το 1999 στο βιβλίο του δρα Ιστορίας Κυρ. Χατζηκυριακίδη "Το Μεταλλείο Ταύρου (Μπουγά Μαντέν) 1826-1924. Συμβολή στην ιστορία των ελληνικών μεταλλουργικών οικισμών της Μ. Ασίας" (εκδ. Αφοί Κυριακίδη).
Την επιμνημόσυνη δέηση τέλεσε ο μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος, ενώ το "παρών" έδωσαν εκπρόσωποι της Νομαρχίας Κοζάνης και του Δήμου Νεάπολης, οι ιερείς Σάβ. Ξανθόπουλος και Ευθ. Χρυσοχοΐδης, καθώς και κάτοικοι των οικισμών Μολόχας, Σημάνρου και Πλατανιάς. Στο Μνημείο οι κάτοικοι εναπέθεσαν χώμα από την ιστορική πατρίδα και ένα κομμάτι μεταλλεύματος, σύμβολο της ζωής και της οικονομικής ανάπτυξης των ελλήνων μεταλλουργών του Μπουγά Μαντέν. Τη συγκινητική εκδήλωση έκλεισαν με σύντομες ομιλίες τους ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Μολόχας Θ. Ξανθόπουλος (ιστορικό της Γενοκτονίας) και ο Κυρ. Χατζηκυριακίδης (ιστορικό της αναγκαστικής "Εξόδου" των Μπουγά μαντεντζήδων και των διώξεων που υπέστησαν). Ακολουθεί απόσπασμα της ομιλίας:
"85 χρόνια μετά την αναγκαστική εγκατάλειψη τη Σαρακοστή του 1923 του περίφημου μεταλλουργικού οικισμού Μπουγά μαντέν (Μεταλλείου Ταύρου), αλλά και των μικρότερων αγροτικών εγκαταστάσεων Οβατζίκ και Καβουκλού και την ακόλουθη άφιξη των παππούδων μας σε τούτο τον τόπο μετά από μύριες κακουχίες το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, όλοι εμείς οι πρόσφυγες της β΄ και γ΄ γενιάς (και της δ΄ πλέον) αποτίουμε φόρο τιμής σε όλους εκείνους που «έμειναν πίσω» στην πατρίδα, στα άγια χώματα της Ανατολής, σε όλους εκείνους που έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια των κεμαλικών διώξεων στην περίοδο 1916-1923 καθώς και σε εκείνους που κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά «κατατρεγμένοι, θλιβερά ναυάγια της πανελλήνιας προσφοράς», της μεγαλύτερης που γνώρισε το Έθνος, μπόρεσαν να ξαναστήσουν από την αρχή τη ζωή τους... Αυτοί που διασώθηκαν αναπαύονται πια σχεδόν όλοι στα κοιμητήρια, εδώ λίγο πιο κάτω από αυτό το λοφίσκο. Ελάχιστοι από αυτούς αξιώθηκαν να ξαναντικρύσουν την πατρίδα. Μακάριοι όσοι παλιοί την είδαν, τυχεροί όσοι νεότεροι αξιωθήκαμε να την επισκεφθούμε. Στην κορυφή όμως αυτού του λόφου θα δεσπόζει για πάντα, χάρη στις προσπάθειες του πολιτιστικού συλλόγου Μολόχας, και δίπλα στη Μητέρα όλων μας, την Παναγία, το παρόν Μνημείο όλων των αδικοχαμένων προγόνων μας. Θα μας θυμίζει πάντα την ιστορική πατρίδα αλλά και το χρέος μας αφενός απέναντι στις γενιές που έφυγαν και αφετέρου σε εκείνες που θα’ρθουν...
Πληροφορούμαστε επίσης από ξένες πηγές (κυρίως γερμανικές, αφού οι Γερμανοί ήταν εκείνοι που είχαν δείξει ζωηρό ενδιαφέρον για το Μεταλλείο Ταύρου με επενδύσεις χιλιάδων μάρκων στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) ότι οι μετεντζήδες είχαν σταλθεί στα τάγματα εργασίας δήθεν για να εξυπηρετήσουν με την εργασία τους τις ανάγκες του οθωμανικού στρατού. Πολλοί από αυτούς δε γύρισαν πίσω.
Το αποκορύφωμα όμως της τουρκικής θηριωδίας σε βάρος των μετεντζήδων του Μεταλλείου Ταύρου ήταν η επιδρομή ενός εκδικητικού τάγματος (ιντικάμ ταμπουρού) στις αρχές Αυγούστου 1920. Αφού συνέλαβαν τουλάχιστον 40 άνδρες, περνώντας από το Καβουκλού, κατευθύνθηκαν προς το Άνω Οβατζίκ. Οι εκεί πατριώτες θεώρησαν ότι επρόκειτο για ένα από τα συνηθισμένα «πλιάτσικα». Όμως οι διαθέσεις των τσετών αποδείχθηκαν αγριότερες. Συνέλαβαν 3 από τους δημογέροντες, τον Παπα-Παναγιώτη Τσίβουλο και περίπου 30 άνδρες, ενώ στους συλληφθέντες συμπεριέλαβαν ακόμη 2 άνδρες από το Κάτω Οβατζίκ και τουλάχιστον 14 από το Μπουγά μαντέν. Όλοι όσοι συνελήφθησαν, περίπου 90 τον αριθμό, οδηγήθηκαν από τους τσέτες δεμένοι στη χαράδρα του Τορομάν (Τορομάν μπογάζ) όπου και τους έκλεισαν σε ένα μαντρί προβάτων (αγιλί). Οι τσέτες, αφού συγκέντρωσαν ξύλα και κορμούς δένδρων, περιέλουσαν τον σταύλο με πετρέλαιο και έβαλαν φωτιά στις 6 Αυγούστου 1920, καίγοντας ζωντανούς όλους όσους είχαν συλλάβει. Οι τσέτες διαβεβαίωναν τις γυναίκες των θυμάτων, οι οποίες ρωτούσαν με αγωνία για την τύχη των δικών τους, ότι όλοι είχαν σταλεί στη χαράδρα για να κατασκευάσουν γέφυρα. Εκείνες, χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθούν τον εμπαιγμό και αγνοώντας το ολοκαύτωμα των ανθρώπων τους, παρακαλούσαν τους δολοφόνους να τους μεταφέρουν ρούχα και τρόφιμα..."

Κείμενο - Φωτογραφίες: Κυριάκος Χατζηκυριακίδης
Αναδημοσίευση από το https://epontos.blogspot.com

 

ΜΕΤΑΛΛΕΙΟ ΤΑΥΡΟΥ

 

Μπουγά Μαντέν

 

του Ανδρέα Χατζηκυριακίδη

 

Κατά τον ιστορικό και υποψήφιο διδάκτορα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Χατζηκυριακίδη Κυριάκο, ήταν ο νοτιότερος Καππαδοκικός οικισμός χτισμένος στους πρόποδες του υψηλοτέρου τμήματος του Ταύρου.

Ο οικισμός είχε χτιστεί μέσα σε χαράδρα κατάφυτη από έλατα, πεύκα, κέδρους και θάμνους, είχε έκταση 25 χλμ. και πλάτος μέχρι και 3 χλμ. και σε ύψος 1678 μέτρα. Το Μπουγά Μαντέν αποτελούνταν από την επάνω και την κάτω ενορία. Στην επάνω ενορία λειτουργούσε πλήρες δημοτικό σχολείο, είχε δική της εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και ένα παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου. Η κάτω ενορία πολυπληθέστερη, αποτελούσε διοικητικό και οικονομικό κέντρου όλου του οικισμού. Στην κάτω ενορία ήταν οι φούρνοι που έλιωναν το μετάλλευμα και οι δύο υψικάμινοι από τις οποίες εξαγόταν το ασήμι από το μόλυβδο. Η κάτω ενορία είχε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου η οποία πανηγύριζε στις 3 Νοεμβρίου, υπήρχαν και πολλά παρεκκλήσια.

Κατοικήθηκε πιθανός το 1826 από 40-50 οικογένειες. Έγινε όμως τεράστια αύξηση του πληθυσμού καθ’ όσον συρρέουν πολλοί μεταλλουργοί και το 1920 έφτασε περίπου στους 4.000 κατοίκους. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924 υπήρχαν 385 οικογένειες, δηλ. 1466 άτομα. Είχε όμως γίνει το 1923 το πρώτο κύμα φυγής.

Οι Μαντεντζήδες ήταν Έλληνες ποντιακής καταγωγής και παρόλο που έζησαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον ιστορικό Πόντο, μέσα σε ένα περιβάλλον με τουρκικούς πληθυσμούς, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ποντιακή διάλεκτο και τα ήθη και έθιμά τους. Το 1912 επιβλήθηκε απαγόρευση εργασίας στους μεταλλουργούς, ήταν και το τέλος της λειτουργίας του μεταλλείου. Το οριστικό τέλος των Μπουγά-Μαντεντζήδων ήρθε με την έξοδο το 1923-1924. Σημαντικές πληροφορίες για την ίδρυση, ανάπτυξη, εσωτερική λειτουργία μέχρι και την έξοδο θα βρείτε στο βιβλίο του ιστορικού Χατζηκυριακίδη Κυριάκου με τίτλο  <<Το Μεταλλείο Ταύρου- Μπουγά Μαντέν (1826-1924)>> από τις εκδόσεις αδερφών Κυριακίδη Α.Ε.

Το πρώτο κύμα Μαντεντζήδων των Μάιο του 1923 αποβιβάστηκαν στον Άγιο Γεώργιο του Πειραιά, από εκεί κατευθύνθηκαν στην Θεσσαλονίκη για λίγο, σε χώρους υποδοχής προσφήγων, και από εκεί για μόνιμη εγκατάσταση στα χωριά της Κοζάνης ΜΟΛΟΧΑ-ΠΛΑΤΑΝΙΑ-ΣΗΜΑΝΤΡΟ. Το δεύτερο κύμα το 1924 σκορπίστηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδος (Πειραιά-Κόρινθος-Κιάτο-Δράμα-Πέλλα-Ηράκλειο Κρήτης-Ρόδο-Κύπρο).

 

ΚΑΙΡΟΣ ΑΝΑΒΡΟΧΙΑΣ

του Ανδρέα Χατζηκυριακίδη

 

    Οι ποντιακές κοινότητες που βρίσκονταν μακριά απ’ τον ιστορικό Πόντο όπως το Μπουγά Μαντέν, διατήρησαν με πάθος τα πολιτιστικά και ιδεολογικά στοιχεία του Πόντου, γλώσσα – θρησκεία – συνείδηση καταγωγής, όχι μόνο στην νέα πατρίδα αλλά και στην Ελλάδα.

    Οι κάτοικοι του Μπουγά Μαντέν για να προκαλέσουν την ευμένεια του Θεού και των στοιχείων της φύσης σε καιρό αναβροχιάς πολλών μηνών, πραγματοποιούσαν τελετές.

  1. Λιτανεία:

   Την λιτανεία την πραγματοποιούσαν την Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία και πάντα στο πιο κοντινό μοναστήρι ή εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, εάν υπήρχε κοντά στο χωριό. Εάν όχι, πάνω σε ύψωμα γύρω απ’ το χωριό. Η θεϊκή ευμένεια από μαρτυρίες γερόντων ήταν πάντα θετική. Το έθιμο αυτό οι Μετεντζίδες το κράτησαν και το πραγματοποιούσαν και στην νέα τους πατρίδα. Το έτος 1960 στο χωριό Μολόχα Κοζάνης έτυχε να το ζήσω και γω σε μικρή ηλικία. Το έτος αυτό ο καιρός ήταν ξηρός και η αναβροχιά κράτησε σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Οι γεωργοί ήταν σε απόγνωση. Ο Παπα – Γιώργης ο Τσιβουλίδης, την τελευταία Κυριακή του Ιουλίου ανακοίνωσε ότι μετά το τέλος της λειτουργίας θα γίνει λιτανεία. Όλοι οι χωριανοί, μικροί, μεγάλοι, γυναίκες και παιδιά πήραν από μια εικόνα στα χέρια, άλλοι από την εκκλησία και άλλοι από το σπίτι τους. Ο παπα- Γιώργης Τσιβουλίδης με τους ψάλτες Ανθρακόπουλο Θεμιστοκλή, Ιωακειμίδη Στέφανο, Ξανθόπουλο Ηλία και πίσω όλοι οι χωριανοί, ξεκινήσαμε για το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία (ΖΙΑΡΕΤ). Η πομπή έφτασε στο εξωκλήσι ψάλλοντας διάφορα τροπάρια, εκεί έγινε η δέηση και όλοι μαζί πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Στη μέση της διαδρομής άρχισαν να πέφτουν κάποιες σταγόνες βροχής. Προλάβαμε να μπούμε στην εκκλησία, λες και άνοιξαν οι ουρανοί και για αρκετή ώρα έβρεχε καταρακτωδώς.

  1. Η Κασκουκούρα:

   Άλλη τελετή για να προκαλέσουν την βροχή ήταν η Κασκουκούρα. Έντυναν με αδιάβροχο από το κεφάλι μέχρι τα πόδια έναν κάτοικο και τον γυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα στο χωριό και οι νοικοκυρές έριχναν στο κεφάλι του έναν κουβά  νερό και τραγουδούσαν. «Κασκουκούρα μανγκουκούρα πίσον τον καιρόν ας βρέσ’». Μερικές φορές τύχαινε να βρέξει την επόμενη μέρα, οπότε οι αθώοι και αγράμματοι άνθρωποι πίστευαν πως με την Κασκουκούρα εξευμένιζαν τον καιρό γι’ αυτό και έβρεχε. Το έθιμο αυτό στην Μολόχα Κοζάνης το έκαναν συχνά. Ακόμη και με αναβροχία ενός μηνός βγαίνανε στους δρόμους με την Κασκουκούρα. Ήταν βλέπετε μια διασκέδαση το έθιμο αυτό. Υπήρχαν βεβαίως και οι ειδικοί γι’ αυτήν την δουλειά. Οργανωτής ο Πατσατζής Αναστάσιος (Αναστάσ’), ο Λαζαρίδης Λάζαρος (Λάζαρον) με συνεργάτη πάντα τον Γρηγοριάδη Συμεών (Σίμον) ο οποίος ήταν πάντα η Κασκουκούρα.

   Μια συμβουλή που έλεγαν οι Μετενζίδες «Εσύ πάντα σ’ ορθόν την στράταν δέβα και ο θεόν καμίαν κι αφήντσε».

Βιβλιογραφία

      -      Η Ελληνική Ποντιακή κοινότητα του Μεταλλείου Ταύρου

              του Τάσου Φεστερίδη

Πηγές

-          Αφηγήσεις από τον πατέρα μου Ιωάννη Χατζηκυριακίδη

-          Προσωπικές εμπειρίες

 

ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ - ΓΑΜΟΣ
του Ανδρέα Χατζηκυριακίδη
 
 
«Έθηκας επί την κεφαλήν αυτών στέφανον εκ λίθων Τιμίων»

     Κατά τον Διδάκτορα του Α.Π.Θ. Χατζηκυριακίδη Κυριάκο και τον δάσκαλο-ερευνητή Τάσο Φεστερίδη, το προξενιό γινόταν από τους συγγενείς ή από τους φίλους του υποψήφιου γαμπρού ή της υποψήφιας νύφης. Πρώτα έκαναν κάποιες διερευνήσεις με το δικό τους τρόπο στους υποψήφιους και στους γονείς τους. Αν διαπίστωναν ότι υπάρχει θέληση και από τις δύο μεριές, προχωρούσαν στο λογοδόσιμο. Πολλές φορές το προξενιό γινόταν μεταξύ των γονιών και κατόπιν το έλεγαν στα παιδιά τους. Υπήρχαν περιπτώσεις που τα παιδιά συμφωνούσαν και δεν υπήρχε καμία αντίρρηση, μερικές φορές όμως ο ένας από τους δύο δεν ήθελε, κάτω από την πίεση των γονιών όμως, ο γάμος γινόταν. Το λογοδόσιμο άρχιζε από τη στιγμή που είχαν συμφωνηθεί όλα μεταξύ των γονιών και των υποψηφίων, οι γονείς του αγοριού πήγαιναν στο σπίτι της κοπέλας. Οι γονείς του κοριτσιού από τον τρόπο που υποδέχονταν και από τον τρόπο κεράσματος έδειχναν αν η απάντηση ήταν ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Στην αρχή προσφέρονταν καφές ή ούζο, σε κάποια στιγμή ο πατέρας του αγοριού έλεγε τον λόγο της επίσκεψής τους στο σπίτι του κοριτσιού, τυπικά, αφού ο λόγος ήταν γνωστός, γινόταν μια συζήτηση γύρω από όλα τα θέματα και οι γονείς του κοριτσιού έδιναν την συγκατάθεση τους. Ακολουθούσε δεύτερο κέρασμα με ότι καλύτερο είχαν από την οικογένεια του κοριτσιού. Καθόταν λίγο και αποχωρούσαν με ευχές και από τις δύο πλευρές.

 

   Ο αρραβώνας γινόταν στο σπίτι του κοριτσιού, και μέσα στο δωμάτιο αρραβώνων υπήρχε τραπέζι, εικόνα, τα δακτυλίδια και τα δώρα. Την τελετή την έκανε ο ιερέας της ενορίας και παρευρίσκονταν οι γονείς και οι στενοί συγγενείς. Ο ιερέας σταύρωνε τα δακτυλίδια πάνω στην εικόνα και τα τοποθετούσε στα δάχτυλα των παιδιών που αρραβωνιάζονταν. Στη συνέχεια γινόταν ανταλλαγή δώρων σε χρυσαφικά και ρούχα. Μετά την μια βδομάδα η μάνα της κοπέλας καλούσε τον γαμπρό με του φίλους του, ακολουθούσε φαγοπότι και γλέντι, τα δώρα στους φίλους ήταν μαντήλια και κάλτσες. Εάν ο αρραβώνας έφτανε την εποχή της σαρακοστής η νύφη ήταν υποχρεωμένη να θοδωρίσει με αυστηρή νηστεία τριών ημερών, με αποχή ακόμη και από το νερό, μέχρι την ημέρα των Αγίων Θεοδώρων. Η επισκέψεις μεταξύ των δύο πλευρών ήταν τακτικές και η νύφη έδειχνε παραδειγματική προθυμία στο να εξυπηρετήσει όλους και να κερδίσει τις ευχές όλων για το καλό νοικοκυριό της.

    Ο αρραβώνας δεν έπρεπε να διαρκεί πάνω από τρεις μήνες, μόνο σε ειδικές περιπτώσεις δίνονταν παράταση άλλους τρεις, με την άδεια της δημογεροντίας. Αν παρόλα αυτά περνούσε η προθεσμία ο αρραβώνας διαλυόταν και ο υπαίτιος πλήρωνε πρόστιμο 10 λύρες στο σχολείο και τα έξοδα του αρραβώνα δύο φορές. Αν δεν πλήρωνε το πρόστιμο δεν επιτρεπόταν να κάνει άλλο γάμο. Η κρούση για την ημερομηνία του γάμου γινόταν από την πλευρά του γαμπρού. Τις περισσότερες φορές γινόταν δεκτή η πρόταση, σπάνιες φορές η πλευρά της νύφης ζητούσε αναβολή για λόγους οικονομικούς, βεβαίως χωρίς καμιά αντίρρηση γινόταν δεκτή. Όταν καθοριζόταν η ημερομηνία την πρώτη Δευτέρα της εβδομάδας του γάμου άρχιζε το κάλεσμα από την  πλευρά της νύφης, όλα τα απογεύματα τις εβδομάδας μέχρι το Σάββατο. Οι συγγενείς της νύφης καλούσαν την νύφη στο σπίτι τους όλη τη διάρκεια της εβδομάδος και κάνανε γλέντι μέχρι το πρωί. Στο τέλος του γλεντιού δίνονταν δώρα από τους καλεσμένους ότι μπορούσε ο καθένας. Ο γαμπρός απαγορευόταν να βρίσκεται στα γλέντια αυτά. Το Σάββατο η πλευρά της νύφης πήγαινε στο γαμπρό τα εσώρουχα του γαμπρού, φανέλα, σώβρακο, κάλτσες, πουκάμισο, γραβάτα, μαντήλι  τοποθετημένα σ’ ένα ταψί σκεπασμένα με κεντημένο ύφασμα. Το ταψί το πηγαίνει η αδερφή της νύφης και το παραδίδει σε δύο νέους συγγενείς του γαμπρού, με τη σειρά τους αυτοί το πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου. Ο γαμπρός περίμενε εκεί να ξυριστεί, να λουστεί και να ντυθεί τα ρούχα που έστειλε η νύφη. Αρχίζει το γλέντι στο σπίτι του κουμπάρου με όργανα και όλοι μαζί επιστρέφουν στο σπίτι του γαμπρού, όπου συνεχίζεται το γλέντι μέχρι την άλλη ημέρα, την ώρα του στεφανώματος. Όταν τελείωνε η Θεία Λειτουργία η πλευρά του γαμπρού με όργανα χορεύοντας και τραγουδώντας πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για το νυφέπαρμαν. Περνούσαν πρώτα από το σπίτι του κουμπάρου για να τον πάρουν. Στο δρόμο προς το σπίτι της νύφης οι νέοι έδεναν αλυσίδα η σχοινί και ζητούσαν από τον κουμπάρο δώρα, για να τους αφήσουν να περάσουν. Όταν έφταναν στο σπίτι της νύφης αντιμετώπιζαν κλειστές πόρτες. Εκεί γινόταν πραγματική μάχη μέχρι και πόρτες ξηλωθήκαν. Όταν άνοιγε η πόρτα ο γαμπρός πήγαινε στο δωμάτιο όπου στόλιζαν την νύφη. Όταν γινόταν το στόλισμα λέγονταν διάφορα τραγούδια και η παράνυφος έκρυβε πάντα το παπούτσι της νύφης και το φανέρωνε όταν έπαιρνε το ανάλογο δώρο.

    Όταν η νύφη ήταν έτοιμη για να αναχωρίσει γονάτιζε στα πόδια του πατέρα της, φιλούσε το χέρι του και άκουγε τις συμβουλές του, πώς να υπακούει τον άντρα της και να σέβεται τα πεθερικά της, να αγαπά και το νοικοκυριό της. Βγαίνοντας από το πατρικό της έμπαινε στο χορό κάτω από του ήχους λύρας και άλλων μουσικών οργάνων. Χόρευαν όλοι μαζί μερικούς χορούς και ξεκινούσαν για την εκκλησία. Στα όργανα μπροστά χόρευαν νέοι και πίσω ακολουθούσαν οι νεόνυμφοι. Κάποτε έφταναν στην εκκλησία, λέω κάποτε γιατί οι νέοι που χόρευαν μπροστά δεν άφηναν την πομπή να προχωρήσει. Άρχιζε η ακολουθία του Μυστηρίου του Γάμου, όταν η τελετή έφτανε στο σημείο που ο ιερέας έδινε το κρασί στους νεόνυμφους και έφτανε στον κουμπάρο, ο κουμπάρος έπινε όλο το κρασί και πετούσε το ποτήρι στο δάπεδο για να σπάσει. Ήταν το γούρι της οικογένειας που δημιουργιόταν, για να σπάσουν οι δυσκολίες που θα συναντούσε το ζευγάρι. Στο τέλος με το «Ησαϊα χόρευε» πετούσαν ρύζι, κουφέτα και μεταλλικά χρήματα, τα παιδιά μάζευαν τα χρήματα και τα κουφέτα. Μετά το «Ησαϊα» πορεύονταν όλοι μαζί για το σπίτι του γαμπρού, κατά τον ίδιο τρόπο. Όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού η νύφη υποκλινόταν μπροστά στην πεθερά και τον πεθερό της και τους φιλούσε το χέρι. Η πεθερά δώριζε την νύφη ακριβό φόρεμα και όλοι οι συγγενείς έριχναν ρύζι και έλεγαν «εφτά αγούρε και έναν κορίτσ’ να εφτάς». Ακολουθούσε μέσα στο σπίτι πλούσιο φαγοπότι.

    Το βράδυ συγκεντρωνόταν οι συγγενείς του γαμπρού και της νύφης για την αφαίρεση στεφανιών και νυφικού(αποκαμάρωμαν). Τα στέφανα για όλους ήταν από την εκκλησία. Συμβόλιζαν το δέσιμο του ζευγαριού και το δέσιμο τους με την εκκλησία. Η μάνα του κοριτσιού μετά από δέκα μέρες καλούσε στο σπίτι της το ζευγάρι μαζί με τους συμπεθέρους. Ετοιμάζονταν μεζέδες και φαγητά και ακολουθούσε γλέντι. Την ημέρα αυτή η νύφη έμενε για δέκα μέρες στο σπίτι των δικών της και ύστερα ο γαμπρός πήγαινε και την έπαιρνε.

   Οι κάτοικοι του Μεταλλείου Ταύρου έλεγαν και διάφορες παροιμίες για την νύφη.

Την νυφεν εχαλκίασαν σ’ άλογον και είπαν: Ας τερούμ’ θα εφτάν σο στεφάνωμαν;

(Μη βιάζεσαι αν δεν δεις το τέλος ενός γεγονότος)

 


του Ανδρέα Χατζηκυριακίδη


 


 

Εκκλησίες και Μνημεία

Ο ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (ΚΟΜΠΟΣ), 1920-2005

Υπὸ ἀρχιμανδρίτου Ἐφραὶμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου, Πρωτοσυγκέλλου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σισανίου καὶ Σιατίστης   Στὶς 17 Δεκεμβρίου 2005, τὸ...

ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΒΟΪΟ Α΄

Πλατεία Τραπεζούντας Βροντής Βοΐου     Προσφυγικές εγκαταστάσεις στην Επαρχία Βοΐου Κοζάνης Α (function() { var scribd =...

ΜΟΛΟΧΑ ΒΟΪΟΥ:Η ΠΛΑΤΕΙΑ "ΕΛΙΜΕΙΑΣ" ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

ΜΟΛΟΧΑ ΒΟΪΟΥ  Η ΠΛΑΤΕΙΑ  "ΕΛΙΜΕΙΑΣ" ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ.