Εδώ μπορείτε να αναφέρεται τα Ήθη και τα έθιμα του τόπου μας.
Για όποιον θέλει να εκφράσει την άποψή του, για όσα συμβαίνουν γύρω μας, μπορεί να γράψει την άποψη του εδώ.
Θεολογία και παράδοση της εκκλησίας
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Φωτοπούλου
ἐφ. τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς.
Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει ἐκ μέρους τῶν Ἀποστόλων: «Ὅ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καί ἡ ζωή ἐφανερώθη, καί ἑωράκαμεν καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλομεν ὐμῖν τήν ζωήν τήν αἰώνιον...ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν˙ καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ...» (Α΄ Ἰωαν. 1, 1-3). Παραδίδει ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής στούς χριστιανούς τήν πίστη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς ζωήν αἰώνιον. Τούς καλεῖ ὄχι νά πιστεύσουν ἀφηρημένα στον Χριστό. Τούς καλεῖ στήν Ἐκκλησία, στήν κοινωνία τῶν Ἀποστόλων πού ἐγνώρισαν τῇ ἀληθείᾳ καί ἐμπειρίᾳ τόν Χριστό, τή διδασκαλία Του, τά θαύματά Του, τό πάθος καί τήν ἀνάστασή Του πού ἦσαν, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, «αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ Λόγου» (Λουκ. 1, 1-2).
Ἡ παράδοσις τῆς πίστεως γίνεται ἀπό γενεά σέ γενεά κατά τήν ἀποστολική διαδοχή. Πρόκειται γιά τήν πολύτιμη παρακαταθήκη, ἡ ὁποία παραδίδεται ἀπό τούς Ἀποστόλους στούς μαθητές τους: «Τήν καλήν παραθήκην φύλαξον διά Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» ( Β΄ Τιμ. 1, 14). Κι αὐτοί μέ τή σειρά τους τήν παραδίδουν στούς χριστιανούς ἀλλά καί στούς διαδόχους τους ἐπισκόπους κατά τή χειροτονία.
Ἡ παράδοσις τῆς πίστεως ὅμως δέν εἶναι μιά ἁπλῆ μετάδοσις διδασκαλίας καί ἀρχῶν περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Συνδέεται κατ’ ἀπόλυτο τρόπο μέ τήν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός «παρεδόθη διά τά παραπτώματα ἡμῶν» (Ρωμ. 4, 25). Παρεδόθη εἰς θάνατον καί ταυτόχρονα παρέδωσε σέ μᾶς διά τῶν Ἀποστόλων τόν Ἑαυτό του, τό Σῶμα του καί τό Αἷμα Του, κατά τήν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας.
Γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν Α΄πρός Κορινθίους Ἐπιστολή ἐκφράζοντας τήν πίστη καί ἐμπειρία τῶν λοιπῶν παρόντων στό Μυστικό Δεῖπνο Ἀποστόλων: «Ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου , ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον˙...ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων ˙ τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι» ( Α΄Κορ. 11).
Πιστεύει κανείς στό Χριστό κοινωνώντας τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του καί κοινωνεῖ ἀληθινά εἰς ζωήν αἰώνιον πιστεύοντας καί ὁμολογώντας τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη, τή Δευτέρα Του Παρουσία. Γι’ αὐτό γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος: «ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. 11, 26). Ὅμως ἡ θεία Εὐχαριστία δέν τελεῖται κατά τυχαῖο τρόπο. Ἀκόμη καί πρό τῆς διαμορφώσεως τῆς τάξεως τῆς Θ. Λειτουργίας ὑπάρχουν στοιχεῖα τῆς τελέσεώς της τά ὁποῖα εἶναι παραδεδομένα ἀ γ ρ ά φ ω ς ἀπό τούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους. Καί ὄχι μόνο τά σχετικά μέ τή Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί ὅσα εἶναι συνημμένα μέ τή Θ. Εὐχαριστία, μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, μέ τήν προσευχή καί ἐν γένει τήν ὀρθόδοξη Λατρεία. Αὐτό τό βεβαιώνει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν γράφει πρός τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου: «Ποιός δίδαξε ἐγγράφως νά σφραγίζονται μέ τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ ὅσοι ἐλπίζουν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Τό νά στρεφόμαστε πρός ἀνατολάς κατά τήν προσευχή, ποῦ εἶναι γραμμένο; Τούς λόγους πού λέγομε κατά τήν ἁγία αναφορά ποιός ἅγιος μᾶς τά κατέλιπε ἐγγράφως; ..... Εὐλογοῦμε τό νερό τοῦ βαπτίσματος καί τό ἔλαιο τῆς χρίσεως καί αὐτόν πού βαπτίζουμε. Ἀπό ποιά ἔγγραφα τά μάθαμε αὐτά; Δέν τά ἔχουμε ἀπό τή σιωπηρή καί μυστική παράδοση; Τό πῶς νά χρίουμε τόν βαπτιζόμενο, τό νά τόν βαπτίζουμε τρεῖς φορές στό νερό, τό νά ἀποτάσσεται τόν Σατανᾶ καί τούς ἀγγέλους του καί ὅσα ἄλλα περιλαμβάνει τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἀπό ποῦ τά ἔχουμε; Δέν τά ἔχουμε ἀπό τήν ἀδημοσίευτη καί ἀπόρρητη διδασκαλία, τήν ὁποία οἱ Πατέρες μας φύλαξαν μέσα σέ σιγή χωρίς πολυπραγμοσύνη καί χωρίς νά τήν περιεργάζονται»;
Αὐτά λέγει ὁ Μ. Βασίλειος καί καταλήγει: «Δέ θά μοῦ φθάσει ἡ ἡμέρα γιά νά διηγηθῶ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας».
Ἔτσι ὅλη ἡ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχοντας τήν ἀρχή της στήν Ἁγία Γραφή, ὁλοκληρώνεται μέ τήν παραδεδομένη ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων Παράδοση. Κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας δίδεται καί ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἐκεῖ βρίσκεται ἑπομένως καί ἡ ρίζα τῆς Θεολογίας. Καί αὐτή ἡ ὁμολογία ὑπάρχει ἐξ ἀγράφου παραδόσεως. Λέει πάλι ὁ Μ. Βασίλειος: «Τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, δηλ. τό νά πιστεύουμε στόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό ποιά συγγράμματα τήν ἔχουμε; Αν ἐπί τῆ βάσει τῆς παραδόσεως τοῦ βαπτίσματος ... ὅπως βαπτιζόμε θα, ἔτσι ὀφείλουμε καί νά πιστεύουμε, τότε ἄς μᾶς ἐπιτρέψουν ἀπό συνέπεια στήν εὐσέβεια νά προσφέρουμε τήν δοξολογία κατά ὅμοιο μέ τήν πίστη τρόπο». Τά τρία αὐτά, Βάπτισμα, Ὁμολογία Πίστεως καί Δοξολογία, κύρια συστατικά τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας βασίζονται στήν ἄγραφη παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν διαδόχων τους. Κι ἔχει τόση δύναμη ὥστε, ἄν ἐπιχειρήσουμε, κατά τόν Μ. Βασίλειο νά ἐγκαταλείψουμε τά ἄγραφα ἔθη θά ζημιώσουμε στά καίρια σημεῖα τό Εὐαγγέλιο μᾶλλον θά καταντήσει ἡ πίστη κενή περιεχομένου. Ἔτσι καί ἡ ἔγγραφη διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί ἡ ἄγραφη παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, «ἀμφότερα τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέβειαν».
Πέραν τῆς λατρείας, μᾶλλον σάν προέκτασή της καί συνέπειά της καί προβολή της, ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διοίκησή της, τό ἦθος τῶν κληρικῶν, λαϊκῶν καί μοναχῶν ἡ ἄσκησή τους ἡ μετοχή τους στά Μυστήρια, τό Βάπτισμα, ὁ Γάμος, ἡ στάσις ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, ὁ Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἄλλα πολλά ζητήματα ἔχουν ὡς ὁδηγό καί ρυθμιστή τους τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος ζητεῖ ἀπό τούς χριστιανούς: «στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις , ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ὑμῶν» (Β΄ Θεσ.). Τούς ἐπαινεῖ διότι ὅπως γράφει «καθώς παρέδωκα ὑμῖν τάς παραδόσεις, οὕτω κατέχετε». Καί ψέγει αὐτούς οἱ ὁποῖοι παρά τήν παράδοση τῶν ἀποστόλων δέν ἐργάζονται (Β΄ Θεσ. 3, 6). Αὐτή ἡ Παράδοση εἶναι ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παρεδόθη ἀπό τούς Ἀποστόλους, ὅπως βιώθηκε ὑπό τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί καταγράφηκε ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων, ἰδίᾳ τῶν ἁγίων ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἦσαν «ἐκεῖνοι, πού μέ τήν ἐπισκοπικήν διαδοχήν ἔχουν δεχθεῖ τό βέβαιον χάρισμα τῆς ἀληθείας» qui cum episcopatus successione charisma veritatis certum acceperunt, κατά τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο.
ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ
Η θΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Στό σημεῖο αὐτό χρειάζεται νά ὁρίσουμε καλλίτερα καί ἐπιστημονικότερα τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Πολλά ἔχουν εἰπωθεῖ ὡς ὁρισμός τῆς Παραδόσεως στήν προσπάθεια τῶν θεολόγων νά ἐμβαθύ νουν στό νόημά της (ἤ καί στήν προσπάθειά τους νά τήν καταστήσουν ἕνα ἐργαλεῖο κατάλληλο γιά «ἀνανέωση» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἤ ὑπονομεύσεως τοῦ περιεχομένου της), ὅπως βιώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι γιά τόν Λόσκυ Παράδοσις εἶναι «ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, μεταδίδοντος εἰς πᾶν μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νά ἐννοήσῃ, δεχθῃ καί γνωρίση τήν Ἀλήθειαν ἐν τῷ ἰδίῳ Αὐτῆς Φωτί ... καί οὐχί κατά τό φυσικόν φῶς τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς». Γιά τόν π. Γ. Φλωρόφσκυ Παράδοσις εἶναι: «Η σταθερή παραμονή, ἡ συνεχής ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματος καί ὄχι ἡ μνήμη τῶν λέξεων, δέν εἶναι ἱστορική ἀλλά «χαρισματική» ἀρχή. ...δέν εἶναι ἡ συνέ χεια τῆς ἀνθρώπινης μνήμης ἤ ἡ διατήρηση ἠθῶν καί ἐθίμων, εἶναι ἡ συνέχεια τῆς θείας συμπαραστάσεως, ἡ διαρκής παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κινεῖ τήν Ἐκκλησία σέ ὁλοένα καί πληρέστερη κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας «ἀπό δόξης εἰς δόξαν» ... Γιά τόν π. Δημ. Στανιλοάε «Παράδοση εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ὅρος διά τοῦ ὁποίου αὕτη διατηρεῖται ζῶσα καί ἀναλλοίωτος». Ἀπ’ ὅλες αὐτές τίς γνῶμες περί τῆς παραδόσεως κι ἄλλες περισσότερες προτιμοῦμε αὐτήν τοῦ ἁγίου Γέροντος Ἰουστίνου Ποποβιτς. Γράφει:
«Τί εἶναι «αἱ παραδόσεις ἡμῶν»; Πάντα ὅσα ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Ἴδιος καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔδωσε ἐντολήν νά κρατῶμεν καί κατ’ αὐτά νά ζῶμεν˙ πᾶν ὅ,τι παρέδωκεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, ἐν τῇ ὁποίᾳ κατοικεῖ διαρκῶς ὁ ἴδιος μετά τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Του ... «Αἱ παραδόσεις» μας εἶναι ἡ νέα ζωή τῆς Χάριτος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ... Πάντα ὅσα παρεδόθησαν εἰς τούς Ἀποστόλους ὑπό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποτελοῦν ἀκριβῶς «τήν Παράδοσιν», τήν Ἁγίαν Παράδοσιν, δηλ. ὅλην τήν διδασκαλίαν τοῦ Σωτῆρος καί ὅλας τάς ζωοποιούσας ἐνεργείας διά τήν πραγμάτωσιν τῆς διδασκαλίας ταύτης εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων. Ταῦτα πάντα παρέδωσαν εἰς ἡμᾶς «εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς». Ἡ παράδοσις εἶναι ἐν μέρει γεγραμμένη, ἐνῶ κατά τό πλεῖστον παρεδόθη προφορικῶς, ἀλλ’ ὅμως ὅλα μαζί ἀποτελοῦν τήν Θείαν Ἀποκάλυψιν, δηλ. τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, τό Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας, τό παραδοθέν ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἐκκλησίαν διά τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους «ἀπό τοῦ νῦν ἕως τοῦ αἰῶνος» ... Τό γραπτόν Εὐαγγέλιον συμπληρώνεται μέ τό ἄγραφον Εὐ αγγέλιον τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπ’ αὐτοῦ ἑρμηνεύεται διά τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ κατοικοῦντος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὄντως ὅλα αὐτά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀποτελοῦν μίαν ὁλότητα, ἕν ζῶν πνευματικόν σῶμα, ἡ γραπτή δηλαδή καί ἄγραφος παράδοσις. Διό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Παράδοσις ἐστί, μηδέν πλέον ζήτει» (P.G. 62, 488), διότι ἐν αὐτῇ εὑρίσκεται πᾶν ὅ, τι εἶναι ἀναγκαῖον διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καί διά τήν αἰώνιόν των ζωήν, ἐν τῷ παρόντι καί ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι ... Μέ μίαν λέξιν, ἡ θεία, ἡ θεανθρωπίνη Παράδοσις εἶναι τό παραδίδειν διά μέσου τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν αὐτόν τοῦτον τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, μετά πασῶν τῶν θείων ἀ ληθειῶν καί τῶν ἐντολῶν, τῶν χαρίτων (τῶν μυστηρίων) καί τῶν ἀρετῶν Αὐτοῦ, ὡς ζῶντα Θεόν καί Σωτῆρα, ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησίαν...» ( Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος σ. 201-202).
Αὐτή ἡ «ὁλότητα ... ἡ γραπτή καί ἄγραφος παράδοσις» φυλάσσεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς θησαυρός πολυτίμητος καί καθοδηγεῖ τήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα τῶν πιστῶν καί ὡς πρός τήν πίστη καί ὡς πρός τό ἦθος καί τήν καθόλου ζωή. Ὅμως ἐξ ἀρχῆς, ἡ Ἐκκλησία ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός ἀντιμετώπισε προβλήματα ὡς πρός τήν πίστη, τή λατρεία, τό ἦθος καί τήν ἐν γένει ποιμαντική της ἐξ αἰτίας ἀμφισβητήσεως ἀπό μέρους κάποιων χριστιανῶν καί ἐξ αἰτίας τῶν αἱρέσεων καί ἄλλων ἀναφυομένων πρακτικῶν ζητημάτων τά ὁποῖα ἀπαιτοῦσαν ἐπείγουσα λύση. Ἔτσι οἱ ποιμένες, οἱ Ἀπόστολοι κατ’ ἀρχάς καί οἱ διάδοχοί τους, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἐπί μέρους ἀλλά καί ἐν Συνόδῳ ἔλυναν τά ζητήματα τῆς Πίστεως μέ Ὅρους καί τά ὑπόλοιπα θέματα μέ ἀποφάσεις τους, μέ Κανόνες προφορικούς στήν ἀρχή καί γραπτούς στή συνέχεια. Ἀντλοῦσαν γιά ὅλες τίς ἀποφάσεις τους ἀπό τήν ἀκένωτη πηγή τῆς ἐγγράφου καί ἀγράφου παραδόσεως. Οἱ Ἀπόστολοι ἐλάμβαναν πάντοτε ὑπ’ ὄψιν τους τό πνεῦμα, τόν «νοῦν» τῶν θείων Γραφῶν, τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Κυρίου· οἱ διάδοχοι τους, οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες, τήν Ἁγία Γραφή, τήν προφορική διδασκαλία καί τήν πρακτική τῶν Ἀποστόλων καί τούς Κανόνες τους· καί οἱ μετ’ αὐτούς Πατέρες πλήν τῶν ἀνωτέρω, τούς πρό αὐτῶν Πατέρες καί τούς Κανόνες τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψιν ἐπίσης καί οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τήν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, τόν τόπο καί τόν χρόνο, τή συνήθεια πού ἐπικρατοῦσε. Ὅλα ὅμως τά ἀποφάσιζαν μέ τήν ἐπιστασία, τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν Παράδοση. Δέν διεχώριζαν, ὡς πράγμα ἀδύνατο, τήν Πίστη ἀπό τό ἦθος καί τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἐτίθεντο ἐνώπιόν τους ζητοῦντα ἐπιτακτική λύση. Ἔτσι ἐπλουτίζετο ἡ Παράδοσις, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Η ΑΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΒΑΣΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
_____________________
Ἐδῶ θέλουμε νά ἐπιμείνουμε στήν ἄγραφη παράδοση, ὡς ἕνα ἐκ τῶν πλέον καθοριστικῶν παραγόντων γιά τήν διαμόρφωση τῆς Θ. Λατρείας, τόν τρόπο τελέσεως τῶν μυστηρίων ἀλλά καί τή θέσπιση τῶν γραπτῶν Κανόνων ὑπό τῶν ἐπί μέρους Πατέρων καί τῶν Συνόδων. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν δημιούργησαν τή Θ. Λατρεία ἐκ τοῦ μή ὄντος, δέν κατέγραψαν στά εὐχολόγια τόν τρόπο τελέσεως τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θ. Εὐχαριστίας (τό εἴδαμε αὐτό στά λεχθέντα τοῦ Μ. Βασιλείου) ἐκ τοῦ εὐσεβοῦς λογισμοῦ τους ἀλλά ἅρμοσαν ὅλη τή λατρεία ἐπί τῇ βάσει τῶν παραδόσεων τῶν Ἀποστόλων. Καί οἱ διάδοχοί τους μέ φόβο Θεοῦ προσέθεταν τῆ ἐπιστασίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στό θεμέλιο αὐτό πολύ ἀργά καί προσεκτικά πρός ὠφέλεια καί πνευματική προκοπή τῶν πιστῶν ἄλλους πολύτιμους λίθους πού δοκιμάζονταν ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τή σταθερότητα, τήν τελειότητα, τήν ὀμορφιά, τήν ἀρτιότητα, τό δέσιμό τους μέ τήν ὑπό λοιπη οἰκοδομή, ἡ ὁποία ηὔξανε ἐν Κυρίῳ. Ἀντιστοίχως δέ νομοθετοῦσαν, ὅπως οἱ σημερινοί κοσμικοί νομοθέτες δηλ. αὐθαίρετα κατά τήν γνώμη καί κρίση τους, ἤ τή γνώμη τῶν ἀρχόντων, ἤ κολακεύοντας τούς ἀρχομένους κλπ. Ἐθέσπιζαν κατά τό πνευματικό συμφέρον τῶν πιστῶν, τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας κατά νοῦν τήν ἁγία Γραφή, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό τό ὁποῖο ἐβίωναν ἀνέκαθεν οἱ χριστιανοί, ὡς ὀρθό, θεάρεστο, συμβατό μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ὠφέλιμο γιά τόν καθένα καί γιά ὅλους («ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, (οἱ Πατέρες) ὥρισαν τά συμφέροντα», κατά τόν Α΄ Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου) ἤ σέ κάποιες περιπτώσεις αὐτό πού ἡ τοπική ἐκκλησία ζοῦσε. Ἔτσι οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι παρεδόθησαν, κατά τόν Β΄ Κανόνα τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «ὀνόματι τῶν ἁγίων ... Ἀποστόλων», καταγράφουν τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Πάνω σ’ αὐτό τό θεμέλιο τῆς Παραδόσεως, ἐγγράφου καί ἀγράφου στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καί στούς ἀποστολικούς Κανόνες οἰκοδόμησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ἀρχιτεκτόνημα τοῦ συνόλου τῶν Ἱ. Κανόνων. Δέν ὑπάρχει αὐθαιρεσία στίς ἀπο φάσεις τους. Κι ὅταν «τέμνουν» μιά διαφορά μεταξύ ἐπισκόπων ἤ τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν λύνουν μιά ἀμφισβήτηση, ὅταν καθιερώνουν μιά πρακτική, πάντοτε πυξίδα τους εἶναι ἡ ἱερά Παράδοσις. Γι’ αὐτό καί τό Σῶμα τῶν Ἱ. Κανόνων ἔγινε καί γίνεται δεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού δέν ἔχει ἀνάγκη γιά νά ρυθμίσει τή ζωή της ἀπό ἕναν Codex Juris Canonici (Κώδικα κανονικοῦ δικαίου), ὅπως οἱ παπικοί, ἕνα ἀσφυκτικό νομοθέτημα κατά τά πρότυπα τοῦ κοσμικοῦ δικαίου ἀλλά ἔχει μέσα στή ζωή της τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ἀποκρυσταλλωμένη στούς ἱερούς Κανόνες. Ἐκεῖ μποροῦν καί πρέπει νά ἐντρυφοῦν οἱ ποιμένες, Πρεσβύτεροι καί Ἐπίσκοποι, Μητροπoλίτες Πατριάρχες καί Σύνοδοι καί νά ἀγάλλονται «ὡς ἄν τις εὕροι σκῦλα πολλά», (Β΄Κανών τῆς Στ΄) δηλ. πολλά καί πολύτιμα λάφυρα καί νά ρυθμίζουν ἀσφαλῶς τά τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι τόση ἡ δυναμική τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ὡς ἐμπνεόμενη ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε δέν μπορεῖ κάποιος νά διακρίνει πάντοτε στούς ἱερούς Κανόνες τίς γραπτές ρίζες καί τήν ἀφετηρία τους. Γιά παράδειγμα ὁ Κ΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ Ϟ΄ τῆς Στ, ὁ ΙΕ΄ τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας καί ὁ Ϟα΄τοῦ Μ. Βασιλείου ἐπιτάσσουν νά μήν κλίνουμε γόνυ τήν Κυριακή. Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων εἶναι ἡ ζῶσα παράδοση πού θεμελιώνεται στή ζῶσα πίστη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στήν Ἀνάσταση καί τήν μέλλουσα βασιλεία. Αὐτήν τήν παράδοση ἐπικαλοῦνται ὅλοι οἱ ἀνωτέρω Κανόνες. Ὁ Κ΄ τῆς Α΄ λέγει: «Ἐπειδή τινες εἰσιν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες καί ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις, ὑπέρ τ ο ῦ π ά ν τ α ἐ ν π ά σ ῃ παροικίᾳ φ υ λ ά τ τ ε σ θ α ι, ἐστῶτας ἔδοξε τῆ ἁγίᾳ Συνόδῳ τάς εὐχάς ἀποδιδόναι τῶ Θεῷ».
Ζητεῖ ἡ Σύνοδος νά φυλάττωνται σέ κάθε ἐκκλησιαστική σύναξη ὅλες οἱ παραδόσεις, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ ὀρθία στάση προσευχῆς κατά τήν Κυριακή. Ὁ 90ος τῆς Στ΄: «Ταῖς Κυριακαῖς μή γόνυ κλίνειν ἐκ τῶν θεοφόρων ἡμῶν πατέρων κανονικῶς παρελάβομεν...». Ἐπικαλεῖται γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς γονυκλισίας κατά τήν Κυριακή τήν παράδοση τῶν Πατέρων. Ποιοί εἶναι αὐτοί; Εἶναι ὁ ἱερομάρτυς Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γράφει: «τήν δέ Κυριακήν χαρμοσύνης ἡμέραν ἄγομεν, διά τόν ἀναστάντα ἐν αὐτῇ, ἐν ᾗ οὐδέ γόνυ κλίνειν παρειλήφαμεν». Καί ὁ Ἅγιος Πέτρος λοιπόν λέγει ὅτι ἔχουμε παραλάβει νά μήν κλίνουμε γόνυ τήν Κυριακή. Εἶναι καί ὁ Μ. Βασίλειος ὁ ὁποῖος στήν ἐπιστολή του πρός τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου πού προαναφέραμε, μέρος τῆς ὁποίας συγκροτεῖ δύο Κανόνες του, τόν 91ο καί τόν 92ο, περιλαμβάνει στά ἄγραφα τῆς Παραδόσεως «τά ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα» τό γεγονός ὅτι «ὀρθοί ποιοῦμεν τάς εὐχάς τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων (δηλ. τήν Κυριακή)». Ἔτσι λοιπόν ἡ ἐπίκλησις τῶν θεοφόρων πατέρων, ἤ τῶν Ἀποστόλων, ἤ ἡ ἐντολή «τοῦ πάντα φυλάσσεσθαι» ἤ τό ἁπλό «παρειλήφαμε» δηλ. ἔχουμε παραλάβει, δηλώνουν κατά τή γνώμη μας τήν ἐμπειρία, τή ζωή, τήν πρακτική ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράστηκε διά τῆς προφορικῆς ἤ γραπτῆς διδασκαλίας τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων.
Η ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ "ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ".
ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΠΟΝΗΡΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ
_________________________
Συχνά λοιπόν στούς Κανόνες γίνεται ἐπίκληση τῆς Παραδόσεως. Μέ ποικίλους τρόπους καί ὅρους. Ἕνας τρόπος εἶναι ἡ ἐπίκλησις τοῦ παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας μέ τούς ὅρους «ἀρχαῖο ἔθος», «ἀρχαῖος τύπος», «ἀρχαία συνήθεια»ἤ «ἀρχαία παράδοσις». Ἔτσι ὁ ΝΗ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ περί τῆς χειροτονίας ἐπισκόπων ἐπιτάσσει: «Ὁ ἀρχαῖος τύπος φυλαχθήσεται, ἵνα μή ἥττονες τριῶν τῶν ὁρισθέντων εἰς χειροτονίαν Ἐπισκόπων ἀρκέσωσι». Μ’ αὐτά τά λόγια ἀνανεώνει τόν Ἀποστολικό Κανόνα, τήν ἀρχαία παράδοση πού εδῶ εἶναι τ ύ π ο ς δηλ. συγκεκριμένη ἐκκλησιαστική πρακτική.
«Τά ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω» λέγει ὁ Στ΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμ. προκειμένου νά κατοχυρώσει τήν ποιμαντική ἐξουσία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας ἐπί τῶν Μητροπόλεων τῆς Αἰγύπτου. Κι ἐδῶ ὑπονοεῖ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στόν ΛΔ΄ Ἀποστολικό Κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπιτάσσει ὅτι οἱ ἐπίσκοποι κάθε ἔθνους πρέπει νά ἀναγνωρίζουν ἕναν ὡς πρῶτον καί τίποτε νά μήν πράττουν χωρίς τή γνώμη του. Γράφει καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό Πηδάλιο ὅτι κάποιος ἐπίσκοπος τῆς Αἰγύπτου μέ κάποια παρανομία του «ἔδωκε αἰτίαν εἰς τήν Σύνοδον ταύτην νά ἐκθέσουν τόν παρόντα Κανόνα καί νά διωρίσουν ὄχι κανένα νέον, ἀλλά μόνον νά ἐπικυρώσουν τάς τάξεις ὁποῦ ἐσώζοντο ἐκ παλαιᾶς συνηθείας ὄχι μόνον εἰς τούς Πατριάρχας, ἀλλά καί εἰς τούς Μητροπολίτας κλπ». Βλέπουμε ἐδῶ τή δύναμη τῆς Παραδόσεως, ἡ ὁποία διά τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας ἐπιβεβαιώνει, ἀνανεώνει, ἐνεργοποιεῖ καί καθιστᾶ συγκεκριμένη τήν ἐφαρμογή τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ἔτσι γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «... ἡ Σύνοδος ἀνανέωσε τό ἀρχαῖο ἔθος καί πάλι ἐπεσφράγισε». Τό ἴδιο καί ὁ Η΄ Κανών τῆς Γ ΄ Οἰκουμ. ἐπιτάσσει οἱ κατά Κύπρον προεστῶτες (δηλ. οἱ ἀρχιεπίσκοποι) νά τελοῦν αὐτοί μόνοι τους μέ τή Σύνοδό τους τίς ἐκλογές καί χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων τῆς Κύπρου χωρίς τήν ἀνάμιξη τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας. Καί ἐπικαλεῖται ὁ Κανόνας «τούς Κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν» καί διακηρύσσει ὅτι σέ κάθε ἐκκλησιαστική ἐπαρχία πρέπει νά τηρεῖται ἡ παλαιά τάξις «κατά τό πάλαι κρατῆσαν ἔθος». Τό ἴδιο συμβαίνει καί γιά τά δίκαια, δηλ. τή δικαιοδοσία, τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων («συνήθεια κεκράτηκε καί παράδοσις ἀρχαία» λέγει ὁ Ζ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς) ...
Ὅπως παρατηροῦμε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ἔθους ἤ τῆς συνηθείας εἶναι ἰσχυρό ἐπιχείρημα. Ἄν καί ἡ συνήθεια εἶναι ἀνώνυμη δηλ. δέν ταυτίζεται μέ κάποιο πρόσωπο ἔχει μεγάλη δύναμη γιατί δέν πρόκειται γιά μιά ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη συνήθεια ἀλλά γιά τή θεανθρώπινη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γιά τό ἔθος πού ἔγινε μέ τήν ἐπιστασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος καθολικά ἀποδεκτό. Λέγει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος «ὅτι ἔνθα οὐκ ἔστι κανών ἤ ἔγγραφος νόμος, κρατεῖ ἡ καλή συνήθεια, ἡ ὀρθῷ λόγῳ καί πολλοῖς ἔτεσι δοκιμασθεῖσα καί μή ἐγγράφῳ κανόνι ἤ νόμῳ ἐναντιουμένη, τάξιν κανόνος καί νόμου ἐπέχουσα» (Πηδάλιον σ. ιθ΄). Γι’ αὐτό ἔχει δίκιο ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ ἐκ Λειρίνου, ὅταν λέγει: «teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est».
Βέβαια δέν ἐπικρατεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς εὐλογημένη πρακτική, ὁποιαδήποτε κακή συνήθεια. Καί σ’αὐτό ἔχει δίκιο ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος ὅταν λέει: «In Evangelio Dominus, Ego sum, inquit, veritas. Non dixit, Ego sum consuetudo » δηλ. στό Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀλήθεια», δέν εἶπε «Ἐγώ εἶμαι ἡ συνήθεια», καί ὁ ἅγιος Κυπριανός ὅταν λέει: «ἡ ἀρχαιότης (δηλ. ἡ αρχαία συνήθεια) χωρίς ἀλήθεια εἶναι ἕνα παμπάλαιο σφάλμα». Μ’ αὐτά πού λέγουν οἱ Πατέρες ἐννοοῦν ὅτι ὑπάρχουν κακές συνήθειες πού δέν μποροῦν νά ἰσχύσουν μέσα στήν Ἐκκλησία εἰς βάρος τῆς Ἀληθείας.
Ὁ Α΄κανόνας τῆς ἐν Σαρδικῇ τοπικῆς Συνόδου λέγει: «Οὐ τοσοῦτον ἡ φαύλη συνήθεια, ὅσον ἡ βλαβερωτάτη τῶν πραγμάτων διαφθορά ἐξ αὐτῶν τῶν θεμελίων ἐστίν ἐκριζωτέα...». Αὐτόν σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος λέγει ὅτι «πρέπει νά ἀνατρέπεται μέν κάθε κακή καί ψυχοβλαβής συνήθεια, ....νά στερεώνεται δέ καί νά φυλάττεται κάθε συνήθεια καλή καί ὠφέλιμος». Ἔτσι οἱ Κανόνες λειτουργοῦν διπλᾶ: ἐπικυρώνουν ἤ ἀνανεώνουν δηλ. κάμουν ἐνεργῆ κάθε συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τή ζωντανή της Παράδοση πού εἶναι συμβατή μέ τήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, καί ἀκυρώνουν καί ἐκριζώνουν, ὡς καταστροφική τῆς ἀληθείας καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, κάθε βλαβερή ἤ πονηρά συνήθεια τῶν ἀνθρώπων, συμβατή μέ τήν φιλαυτία καί τά πάθη.
Η ΜΗ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΚΟΝΟΝΩΝ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
_________________
Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς ἐπικλήσεως τῆς συνηθείας ἀπό τούς περισσοτέρους Κανόνες δέν σημαίνει αὐθαιρεσία στή λήψη άποφάσεως ὑπό τῶν Πατέρων. Ἄλλοι Κανόνες μνημονεύουν τήν προϋπάρχουσα παράδοση, τή συνήθεια, ἤ τούς πατέρες ἤ τούς κανονικούς θεσμούς ἤ τάς «ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἤ τά παραδεδομένα» καί ἄλλοι ὄχι.
Ἔτσι ἐκριζώνει ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ Α΄Κανόνος τῆς έν Σαρδικῆ τήν «φαύλη συνήθεια» νά μετατίθεται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό μικρή σέ μεγαλύτερη ἐπαρχία, ὁ Ε΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. τήν «πονηρά συνήθεια» νά χειροτονοῦνται κληρικοί «διά δόσεως χρυσίου», ὁ ΛΒ΄τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. Τήν κακή συνήθεια τῶν Ἀρμενίων νά μήν ἀναμιγνύουν ὕδωρ μέ τόν οἶνο κατά τή Θεία εὐχαριστία, μιά συνήθεια πού «καινίζει τά παραδεδομένα» καί εἶναι ἀντίθετη ἀπό τή «θεόσδοτο τάξη» ἡ ὁποία «κρατεῖ» στήν Ἐκκλησία, ὁ 90ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν κακή συνήθεια κάποιων χριστιανῶν νά γονατίζουν τήν Κυριακή, ὁ 99οςς τῆς ΣΤ΄τήν ἰουδαϊκή συνήθεια νά προσφερουν οἱ Ἀρμένιοι χριστιανοί μέσα στό ἅγιο Βῆμα ψημένα κρέατα, ὁ ΠΑ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν συνήθεια νά προσθέτουν στόν Τρισάγιο Ὕμνο μετά τό «ἅγιος ἀθάνατος» τή φράση «ὁ σταυρωθείς δι’ ἡμᾶς», ὁ Ε΄ Ἀποστολικός, τή συνήθεια κάποιων κληρικῶν «προφάσει εὐλαβείας» νά διώχνουν τίς συζύγους τους, ὁ ΞΔ΄ τήν κακή συνήθεια τῆς νηστείας τοῦ Σαββάτου, ὁ ΞΒ΄ τή συνήθεια νά φοροῦν οἱ χριστιανοί κωμικά προσωπεῖα τή Μ. Τεσσαρακοστή κ.λ.π.
Ἀπό τήν ἄλλη ὁ ΙΒ΄ Κανών τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς ἐπισφραγίζει τή συνήθεια τῆς ἀγαμίας τῶν ἐπισκόπων, ἀποβλέπων στήν ὠφέλεια τῶν πιστῶν. Ὁ Ζ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμ. κατοχυρώνει κατά γράμμα τήν ἐκκλησιαστική πράξη τῆς χρίσεως μέ τό Ἅγιο Μύρο «σφραγιζομένους... τῶ Ἁγίῳ Μύρῳ, τό τε μέτωπον καί τούς ὀφθαλμούς, καί τάς ρίνας καί τό στόμα καί τά ὦτα καί σφραγίζοντες αὐτούς λέγομεν Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου καί τῶν ἐξορκισμῶν: ἐξορκίζομεν αὐτούς μετά τό ἐμφυσᾶν τρίτον εἰς τό πρόσωπον καί εἰς τά ὦτα». Μαζί μ’ αὐτά, μέ διασταλτική ἑρμηνεία ὁ Κανόνας αὐτός κατοχυρώνει καί ὅλη τήν ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων διαμορφωθεῖσα ἐν ἁγίῳ Πνεύματι Λατρεία τῆς Ορθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Ζ΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. ἀνανεώνει τό ἔθος τῶν ἐγκαινίων τῶν Ναῶν διά τῆς καταθέσεως μαρτυρικῶν λειψάνων καί μ’ αὐτή τήν ἀφορμή ὁρίζει νά ἀνανεωθοῦν τά ἐκκλησιαστικά ἔθη καί νά «κρατοῦν» δηλ. νά ἰσχύουν «κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν». Τήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἀπό τήν ἀταξία τῶν συμψαλλόντων ἀναδεικνύει ὁ ΙΕ΄ τῆς έν Λαοδικείᾳ ὁ ὁποῖος, ἀντίθετα ἀπό τήν διά τῆς βίας σήμερα ἐπιβαλλομένης συμψαλμωδίας, ἐπιτάσσει νά ψάλλουν στήν Ἐκκλησία μόνον οἱ κανονικοί ψάλτες καί μάλιστα «ἀπό διφθέρας» δηλ. μέσα ἀπό τά λειτουργικά καί μουσικά τους βιβλία. Ὁ ΚΖ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. ἐπι κυρώνει τό ἐκ παραδόσεως ἔθος οἱ ἱερεῖς νά ἐνδύοντα ὄχι ἐνδύματα ἀνάρμοστα ἀλλά «στολαῖς κεχρήσθω ταῖς ἤδη τοῖς ἐν κλήρῳ καταλεγομένοις ἀπονεμηθείσαις». Εἶναι πάλι ἀδιανόητο στήν Ἐκκλησία νά ἐξισώνονται κληρικοί καί λαϊκοί. Γι’ αὐτό ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος τῶν λαϊκῶν στό ἅγιο θυσιαστήριο, πολλῷ μᾶλλον ἡ μετάδοσις τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἐντός αὐτοῦ κατά τόν ΞΘ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. καί τόν ΙΘ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ. Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπιτελοῦν καί μια ἄλλη λειτουργία. Ἀναδεικνύουν τήν ὑπάρχουσα εὐρύτερη παράδοση. Ἔτσι ἐπί τῆ βάσει τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ περί τοῦ ἀβάτου τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία ἐκτός τοῦ ἁγίου Βήματος σέ κοινή θέα θεατρικοῦ τύπου, πάνω σέ τραπεζάκια, ὅπως τελεῖται σήμερα ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Αδελφοθέου, δῆθεν ἀρχαιοπρεπῶς, ἔχοντας ὑποστεῖ ποικίλες διορθώσεις - λέγε διαστρεβλώσεις (βλ. π. Βασιλείου Σπηλιοπούλου Ἡ λεγομένη Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου, ὁ Δούρειος Ἵππος τῆς «Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», ww.orthros .org).
Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ Ι. ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΗΛΩΝΕΙ ΤΗ ΣΤΑΘΕΡΗ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
_________________________
Ὑπάρχουν ἱεροί Κανόνες οἱ ὁποῖοι ἐπανέρχονται στά ἴδια θέματα καί ἐπιτάσσουν τά ἴδια, ὅπως οἱ Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές. 13 Κανόνες τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐπί μέρους Πατέρων ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές (π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου Ἡ Συμπροσευχή μέ αἱρετικούς). Σ’ αὐτές διακρίνει κανείς τό φρόνημα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἀπό τούς λόγους τούς Κυρίου «προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν», τῶν ἁγίων Ἀποστόλων «εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» καί «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῶ μή λεγετε» καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μέχρι τήν ἀποχώρηση τῶν ἱερέων καί λαϊκῶν κατά τή μνημόνευση τοῦ Πάπα στήν Κων/πολη μετά τήν ψευδο-ένωση Φερράρας – Φλωρεντίας, ἔχει τή συνείδηση ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὀντολογικῶς, αὐτοί πού δέν συνάπτονται μέ τόν Κύριο σέ ἕνα Σῶμα διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος νά συνάπτονται μέ τούς ὀρθοδόξως βαπτισμένους σέ κοινή προσευχή εἴτε κατ’ οἶκον εἰτε ἐπ’ ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό εἶναι ἀστασίαστη, δηλ. ἑνιαία, ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Συνόδων γιά τήν ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά κωλύματα τῆς ἱερωσύνης. Ὀκτώ Ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τή χειροτονία ὅσων ὑπέπεσαν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα (ΚΕ΄ ,ΞΑ΄ Ἀποστ., Θ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμ., Νεοκαισ. Θ΄ Ι΄ Θεοφίλου Γ΄, Ε΄ ΣΤ΄ Οἰκουμ) ἤ ἀπαιτεῖ τήν καθαίρεση ἄν ὑπέπεσαν μετά τή χειροτονία σ’ αὐτά ἤ τά ὁμολόγησαν μετά. Κι αὐτό γιατί αὐτή εἶναι ἡ συνείδηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμ.: «τό γάρ ἀνεπίληπτον ἐκδικεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία». Αὐτή ἡ συνείδησις τῇ διαρκῇ παρουσίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος παραμένει στήν Ἐκκλησία ἡ αὐτή, σταθερή καί ἀμετακίνητη. Εἶναι ἀδύνατο νά ἀποδεχθεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀληθεῖς ποιμένες ὅσους ἐπέδειξαν μεμολυσμένο κι ἀκάθαρτο βίο ἔστω καί πρόσκαιρα, διότι πρέπει νά εἶναι καθαρός σέ ὅλα, «ἀνεπίληπτος» κατά τόν Ἀπόστολο, ὅποιος τελεῖ τήν ἀναίμακτη ἱερουργία ἀλλά καί τά ἄλλα μυστήρια καί ἔχει τήν ποιμαντική φροντίδα τοῦ λαοῦ.
Παρόμοιες εἶναι οἱ περιπτώσεις τῆς ἀπαγορεύσεως μεταθέσεως τῶν ἐπισκόπων καί τῆς καθαιρέσεως τῶν διά χρημάτων χειροτονηθέντων. Ὅλα ἐκφράζουν τή διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παραδίδεται διά μέσου τῶν γενεῶν διά τῆς χειροτονίας καί τῆς αὐθε ντικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων.
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ, ΩΣ ΖΩΣΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΙ ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΟΣ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
________________________
Ἐρχόμαστε τώρα σέ μιά ἄλλη πολύ λεπτή πτυχή τῆς ἐκκλησια στικῆς Παραδόσεως. Ἡ Παράδοσις, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, ἀφορᾶ καί ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐπικυρώνεται, συγκεκριμενοποιεῖται καί λύνει κάθε παρανόηση καί παρεξήγηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ἡ δυναμική της δέν περιορίζεται στούς ἱερούς Κανόνες. Μιλήσαμε γιά τήν ἄγραφη παράδοση ὡς βασικό παράγοντα στή διαμόρφωση τῶν Κανόνων. Ἡ Ζ΄ Οἰ κουμ. Σύνοδος λέγει ὅτι πρέπει νά τηρεῖται στήν Ἐκκλησία ἡ «ἔγγραφος καί ἄγραφος θεσμοθεσία». Πολλές φορές ἕνας μεταγενέστερος Κανόνας φανερώνει μιά προϋπάρχουσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας παράδοση, μάλιστα στή ρύμη τοῦ λόγου, ὅπως οἱ ΙΓ΄, ΙΔ΄, ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ρητῶς ὡς ὑποχρεωτική τή μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου κατά τή Θ. Λειτουργία (πλήν τῶν περιπτώσεων ἀποτειχίσεώς του). Αὐτό γινόταν ἀνέκαθεν, ἀλλά ἀναφέρεται τώρα γραπτῶς ἐπειδή παρέστη ἀνάγκη. Ὅλη ἐπίσης ἡ λειτουργική ζωή, ἡ δομή τῶν ναῶν, τά ἄμφια τῶν κληρικῶν, ἡ ἁγιοκατάταξη κλπ. δέν ρυθμίζονται ἀπό Κανόνες, παρά μόνο περιστασιακά σέ περίπτωση ἀμφισβητήσεως. Πολλές φορές πάλι κάποιος Κανόνας φέρων ἐν ἑαυτῷ τή σχετική Παράδοση ἀποτελεῖ τή βάση τήν πυξίδα γιά διεύρυνση τῆς παραδόσεως εἴτε μέ θέσπιση ἄλλου Κανόνος εἴτε ὄχι. Ἔτσι ὁ ΞΘ΄ Ἀποστολικός καί ἄλλοι Κανόνες ὁμιλοῦν περί τῆς νηστείας Τετάρτης, Παρασκευῆς καί Μ. Τεσσαρακοστῆς. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει πλέον σταδιακά φέρει μέσα στή ζωή της καί ἀποτελεῖ καθολική παράδοση, τήν Τεσσαρακοστή τῶν Χριστουγέννων, τήν νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τή νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Στόν Ε΄ Ἀποστολικόν φαίνεται ὅτι ὑπῆρχαν ἔγγαμοι ἐπίσκοποι. Στόν ΙΓ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. καθιερώνεται ἡ ἀγαμία τῶν ἐπισκόπων, πού ὑπῆρχε σχεδόν ὡς καθολική παράδοση (καί φαίνεται αὐτό ἀπό προσεκτική ἀνάγνωση τοῦ Κανόνος) ἀλλά τό κάμει ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος ἀποβλέποντας στήν προκοπή τῶν χριστιανῶν καί γιατί, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἔβλεπε «προκόπτουσαν τήν ἐκκλησίαν, καί ἀνθοῦσαν τήν πολιτείαν τῶν Χριστιανῶν εἰς τάς ἀρετάς». Ἄλλο παράδειγμα: Σύμφωνα μέ τόν Ζ΄ ἀποστ. Κανόνα τό Πάσχα πρέπει νά ἑορτάζεται μετά τήν ἐαρινή ἰσημερία καί νά μήν συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μέ τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων. Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση καθιέρωσε καί ἄλλες δύο προυποθέσεις: α) νά τελεῖται τό Πάσχα ὕστερα ἀπό τήν πρώτη πανσέληνο τοῦ Μαρτίου πού θά τύχει μετά τήν ἰσημερία καί β) νά τελεῖται τήν π ρ ώ τ η Κυριακή μετά τήν πανσέληνο. Ἡ παράδοσις αὐτή δηλ. ἡ ἔγγραφος τοῦ Κανόνος καί ἡ ἄγραφος ὑπό τῶν Πατέρων τηρεῖται καί πρέπει νά τηρεῖται. Τό Κανόνιο τοῦ Πάσχα, ὁ τρόπος γιά νά εὑρίσκεται τό Πάσχα εἶναι καθιερωμένο ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμ. Σύνοδο καί δέν δικαιοῦται κανείς νά τό παραβεῖ, οὔτε νά καθιερώσει σταθερή ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα γιά νά τό γιορτάζουμε μαζί μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως γιά πολλές δεκαετίες προσπαθοῦν νά τό ἐπιβάλλουν οἱ οἰκουμενιστές. Κι ἄλλο παράδειγμα: ὁ ΝΔ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. ὁμιλεῖ περί τῶν ἀθέσμων καί ἐμποδισμένων γάμων καί ἀπαγορεύει τούς γάμους μέχρι δ΄ βαθμοῦ ἐξ αἵματος καί ἐξ ἀγχιστείας. Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπεξέτεινε τόν Κανόνα ἐμποδίζοντας τούς γάμους μέχρι καί τόν ζ΄ βαθμό. Καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος συνέταξε εἰδική διδασκαλία περί συνοικεσίων δηλ. περί τῶν ἐπιτρεπομένων καί ἀπαγορευμένων γάμων.
Στό θέμα τῶν ἐν ἀφέδρῳ γυναικῶν, ἐπειδή ὑπάρχει πολεμική γιά τή θέση τους στή λατρείᾳ ἀπό τό φεμινιστικό καί τόν νεοεποχήτικο λειτουργιολογικό χῶρο, ἄς γνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε τή ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Διαμαρτύρονται οἱ μοντέρνοι θεολόγοι γιατί ἡ Ἐκκλησία ἐπιβάλλει στίς γυναῖκες πού ἔχουν τά καταμήνια νά μή κοινωνοῦν, νά μήν ἀσπάζονται τίς εἰκόνες κλπ. καί γιατί διαβάζουμε εὐχές στίς λεχῶνες τήν α΄ ἡμέρα καί κατά τό σαραντισμό. Λέγουν ὅτι εἶναι εὐχές μεταγενέστερες σύμφωνα μέ τά χειρόγραφα. Δέν θέλουμε ἐδῶ νά ἀσχοληθοῦμε μέ τή δεοντολογία τῆς ἀναγνώσεως, ἀλλά μόνο μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔρχεται ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας, ἱερομάρτυς, ἐν μέσω διωγμῶν (περί τό 240 μ.Χ) ἐρωτηθείς ἄν μποροῦν νά εἰσέρχονται στό ναό οἱ γυναῖκες πού εὑρίσκονται στήν ἔμμηνο ρύση ἀπαντᾶ ὅτι «εἶναι περιττό καί νά ρωτᾶ κανείς γιατί,νομίζω» γράφει «ὅτι αὐτές ἀπό μόνες τους ἄν εἶναι πιστές καί εὐλαβεῖς, ὅταν βρίσκονται σ’ αὐτή τήν κατάσταση δέν θά τολμήσουν νά πλησιάσουν στήν ἁγία τράπεζα ἤ νά μεταλάβουν τά ἄχραντα μυστήρια». Καί εἶναι αὐτά πού γράφει ὁ Β΄ Κανόνας του ἐπικυρωμένα ἀπό τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Δέν εἶναι δύσκολο κανείς νά καταλάβει ὅτι ὁ Ἅγιος μεταφέρει ἐδῶ, μάλιστα μέ τή φράση «πιστάς οὔσας καί εὐλαβεῖς», ὅλη τή ζῶσα παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ὄχι, ὅπως λένε καί γράφουν οἱ ἀνόσιοι καί ἀδαεῖς, ἰουδαϊκές προκαταλήψεις. Παρόμοια λέγει καί ὁ Ἅγιος Τιμόθεος Ἀλεξανδρείας, ἕνας ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει ἐπιπλέον ὅτι ἡ γυναῖκα ὅταν βρίσκεται στήν κατάσταση αὐτή ἔστω κι ἄν ἔχει κατηχηθεῖ καί ἑτοιμάζεται νά βαπτισθεῖ πρέπει νά ἀναβάλλει τή βάπτισή της μέχρι νά καθαρισθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν στήν γυναῖκα πού γέννησε, τήν ταλαιπωρημένη ἀπό τή λοχεία καί τή ρύση αἵματος, προσφέρει τίς εὐχές της καί τήν πρώτη μέρα τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ καί στά σαράντα, μόλις παύσει αὐτή ἡ λειτουργία καί νοιώθει ὅτι ἀνακτᾶ τίς δυνάμεις της καί ζητᾶ ἀπό τόν Θεό τήν ἴαση καί τήν κάθαρσή της ἀπό «τό σωματικό ρύπο» καί τόν «σπίλο τῆς ψυχῆς». Ζητᾶ τή σκέπη τῶν ἁγίων Ἀγγέλων. Καί βλέπουμε ἐδῶ τή συνέχεια καί τήν ἐπέκταση τῆς παραδόσεως, πού στηρίζεται στούς κανόνες τῶν ἁγίων Πατέρων καί δέν ἀφήνει ἔτσι τίς μητέρες καί ἁπλώνει δράση εὐεργετική τῆς θείας Χάριτος στά νεογνά καί τίς μητέρες τους. Καί γιά ὅποιους δέν μποροῦν πράγματι ἤ δέν θέλουν νά καταλάβουν παραθέτουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «ἡμεῖς ἕνα χρέος ἀπαραίτητον ἔχομεν νά ὑπακούωμεν καί νά ἀκολουθοῦμεν εἰς τούς Κανόνας μέ ἀδιάκριτον ὑπακοήν καί ὄχι νά καθήμεθα κριταί καί ἐξετασταί τῶν ὑπό τοῦ Πνεύματος προστεταγμένων, διά τί τοῦτο, καί διά τί ἐκεῖνο λέγοντες, ἵνα μή ὑποπέσωμεν εἰς τά φρικωδέστατα ἐπιτίμια τῶν παραβαινόντων τούς Κανόνας».
Τελευταῖο παράδειγμα ἰσχύος τῆς ἀγράφου παραδόσεως εἶναι ἡ νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας. Ὑπάρχει ἡ μοντέρνα, καταφρονητική τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων, διδασκαλία καί τακτική νά μήν προηγεῖται νηστεία πρίν κοινωνήσουμε! Ἄν καί δέν ὑπάρχει ἱερός Κανόνας σχετικός, ὅλοι γνωρίζουμε ἀπό τήν καθολικά ἀποδεκτή παράδοση τῆς ἁπανταχοῦ ὀρθοδοξίας ὅτι ἀπαιτεῖται τοὐλάχιστον μία ἡμέρα νηστείας καί ἐγκρατείας, ὡς προετοιμασία γιά τή θεία Μετάληψη ἀκόμη κι ἄν νηστεύει κανείς ὅλες τίς καθιερωμένες νηστεῖες.
ΤΟ ΕΥΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ.
ΟΙ Ι. ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΥΞΙΔΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΑΞΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
___________________
Μέ ὅσα εἴπαμε γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική Παράδοσις, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καλύπτει ἕνα τεράστιο χρονικό ἄνυσμα πού ξεκινᾶ ἀπό τήν Π.Δ. τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστό λων στήν Κ.Δ. διαπερνᾶ δηλ. τήν Ἁγία Γραφή, τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τούς ἱερούς Κανόνες καί ἐκτείνεται μέ βάση αὐτούς μέ ἀναλογική καί διασταλτική ἑρμηνεία πέρα ἀπ’ αὐτούς ἐκβάλλοντας στήν καθημερινή ἐκκλησιαστική ζωή καί γινόμενη ἀποδεκτή ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σήμερα. Ἡ Παράδοση ἔχει ἐπίσης ἕνα βάθος καί ποιότητα λεπτή πού σχετίζεται μέ τίς μεθόδους θεραπείας τῆς ψυχῆς καί τήν κατά Θεόν, εὐαγγελική εἰρήνευση τῶν τοπικῶν Ἐκκλη σιῶν καί ἕνα πλάτος πού ἐκτείνεται σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς προσωπικῆς
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Την μορφή επίσης με την οποία εμφανίζονται οι άγγελοι την γνωρίζουμε κι αυτήν από το Ευαγγέλιο: Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς... Ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών[2]. Είδον νεανίσκον περιβεβλημένον στολήν λευκήν[3]. άνδρες δύο εν εσθήσεσιν αστραπτούσαις[4], δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους[5].
Στην ιστορία της Χριστιανικής θρησκείας οι άγγελοι παρουσιάζονται πάντοτε με την ίδια μορφή, δηλαδή σαν εξαστράπτοντες νεανίσκοι περιβεβλημένοι στολήν λευκήν. Η παράδοσις επίσης στην τέχνη της εικονογραφίας έχει επιδείξει διά μέσου των αιώνων συνέπεια ως προς την όψι των αγγέλων, που απεικονίζονται ακριβώς σαν εξαστράπτοντες νεανίσκοι, (συχνά με πτέρυγες, που είναι βέβαια ένα συμβολικό χαρακτηριστικό και δεν απαντάται συνήθως στις οράσεις αγγέλων).
Εξ άλλου η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος του 787 μ.Χ. ώρισε ότι οι άγγελοι πρέπει να περιγράφωνται μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με ανδρική μορφή.
Οι «ερωτιδείς» της δυτικής τέχνης της Αναγεννήσεως και των μεταγενεστέρων εποχών είναι παγανιστικής εμπνεύσεως και δεν έχουν καμμία σχέσι με τους αληθινούς αγγέλους. Πράγματι, η Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική Δύσις έχει ξεφύγει πολύ από την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και από την αρχαία χριστιανική παράδοσι όχι μόνον ως προς την απεικόνισι των αγγέλων στην τέχνη, αλλά γενικότερα απ’ όλην την διδασκαλία περί πνευματικών όντων. Αν θέλουμε να καταλάβουμε την αληθινή χριστιανική διδασκαλία για την κατάστασι της ψυχής μετά τον θάνατο, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε καλά το σφάλμα τούτο.
Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ6 (†1867)[6] , ένας από τους μεγάλους Πατέρες της εποχής μας, επεσήμανε το σφάλμα αυτό και αφιέρωσε σχεδόν ένα ολόκληρο τόμο από την συλλογή των έργων του για να το αποκαλύψη και παράλληλα να εκθέση την αληθινή Ορθόδοξη διδασκαλία επί του θέματος τούτου[7]. Επικρίνοντας τις απόψεις που περιέχονται σ’ ένα τυπικό Ρωμαιοκαθολικό έργο του 19ου αιώνος, το Λεξικό της Θεολογίας του Αββά Μπερζιέ, ο επίσκοπος Ιγνάτιος αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του τόμου αυτού (σελ. 185-302) για να καταπολεμήση την «μοντέρνα» ιδέα —που βασίζεται στην φιλοσοφία του Ντεκάρτ του 17ου αιώνα— ότι κάθε τι που βρίσκεται έξω από το υλικό βασίλειο ανήκει αναγκαστικά στο βασίλειο του «αμιγούς πνεύματος». Στην πραγματικότητα η αρχή αυτή τοποθετεί τον άπειρο Θεό στο ίδιο επίπεδο με τα διάφορα πεπερασμένα πνεύματα (αγγέλους, δαίμονες, ψυχές μεταστάντων). Η ιδέα αυτή έχει σήμερα εξαπλωθή υπερβολικά (αν και εκείνοι που την ασπάζονται δεν διακρίνουν τις απώτερες συνέπειές της) και αποτελεί κατά μέγα μέρος την πραγματική αιτία της συγχύσεως που επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο ως προς τα «πνευματικά» θέματα. Υπάρχει δηλαδή μεγάλο ενδιαφέρον για ο,τιδήποτε βρίσκεται πέραν του υλικού κόσμου, ενώ συνήθως γίνεται μια ασήμαντη μόνο διάκρισις μεταξύ θείου, αγγελικού, δαιμονικού και του αποτελέσματος ασυνήθιστων ανθρωπίνων δυνάμεων ή ακόμη και αυτής της φαντασίας.
Ο αββάς Μπερζιέ εδίδαξε ότι άγγελοι, δαίμονες και ψυχές μεταστάντων είναι όντα «απολύτως πνευματικά». Επομένως δεν υπόκεινται στους νόμους του χρόνου και του χώρου, μπορούμε να ομιλούμε για την μορφή και την κίνησί τους μόνο μεταφορικά και «έχουν ανάγκη να περιβάλωνται ένα λεπτό σώμα, όταν ο Θεός τους επιτρέπει να ενεργούν ως ενσώματοι»[8]. Ακόμη και μία κατά τα άλλα ενημερωμένη Ρωμαιοκαθολική εργασία του 20ού αιώνος περί του συγχρόνου πνευματισμού επαναλαμβάνει την διδασκαλία αυτή, αναφέροντας επί παραδείγματι ότι τόσο οι άγγελοι όσο και οι δαίμονες «μπορούν να δανεισθούν την ύλη που χρειάζονται (ώστε να είναι ορατοί από τους ανθρώπους) από μία κατώτερη έμψυχη ή άψυχη ουσία»[9]. Οι ίδιοι οι πνευματιστές και αποκρυφιστές έχουν πάρει αυτές τις ιδέες από την σύγχρονη φιλοσοφία.
Ο Αγγλικανός C. S. Lewis, ένας οξυδερκής απολογητής των απόψεων του Χριστιανισμού περί υπερφυσικού, κατακρίνει μεν ορθά την σύγχρονη αντίληψι, ότι ο ουρανός είναι «απλώς μία κατάστασις του νοός», αλλά είναι φανερό ότι είναι ακόμη τουλάχιστον μερικώς προσηλωμένος στην σύγχρονη άποψι ότι «το σώμα, ο τόπος, η κίνησις και ο χρόνος φαίνονται άσχετα προς τις υψηλότερες προσβάσεις της πνευματικής ζωής»[10]. Παρόμοιες απόψεις είναι αποτέλεσμα μιας υπεραπλουστεύσεως της πνευματικής πραγματικότητος, κάτω από την επίδρασι του σύγχρονου υλισμού και οφείλονται στην απώλεια επαφής με την αυθεντική διδασκαλία και με τις πνευματικές εμπειρίες.
Για να κατανοήσουμε την Ορθόδοξο διδασκαλία περί αγγέλων και άλλων πνευμάτων είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να λησμονήσουμε την υπεραπλουστευμένη διάκρισι της εποχής μας «ύλη - πνεύμα». Η αλήθεια είναι πιο σύνθετη από την διάκρισι αυτή, αλλά και ταυτόχρονα τόσο απλή, ώστε εκείνοι που είναι ακόμη ικανοί να την πιστεύσουν θα θεωρηθούν προφανώς από τους ευρύτερους κύκλους σαν «αφελώς προσηλωμένοι στο γράμμα». Ο επίσκοπος Ιγνάτιος γράφει (κι’ εμείς τονίζουμε) ότι «όταν ο Θεός ανοίξη τους (πνευματικούς) οφθαλμούς του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος μπορεί να ιδή τα πνεύματα με την πραγματική τους μορφή»[11] και ότι «οι άγγελοι όταν παρουσιάζωνται στους ανθρώπους έχουν ανθρώπινη μορφή»[12]. Γράφει επίσης ότι «είναι φανερό από την Αγία Γραφή ότι η ψυχή έχει την μορφή ανθρωπίνου σώματος, όπως ακριβώς και τα άλλα πνευματικά δημιουργήματα»[13]. Για ν’ αποδείξη αυτό το σημείο αναφέρει πληθώρα πατερικών πηγών.
Ας δούμε λοιπόν κι εμείς μόνοι μας την πατερική διδασκαλία. Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας στο έργο του περί Αγίου Πνεύματος λέγει ότι «ως προς τας αγγελικάς δυνάμεις η μεν ουσία αυτών είναι πνεύμα αέριον ή ίσως πυρ άυλον... Διά τούτο και ευρίσκονται εις τόπον συγκεκριμμένον και καθίστανται ορατοί διά της εμφανίσεώς των εις τους αξίους υπό την μορφήν των ιδικών των σωμάτων». Επίσης ότι «διά τους αγγέλους πιστεύεται ότι έκαστος εξ αυτών ευρίσκεται εις ένα ωρισμένον τόπον, διότι ο άγγελος ο οποίος επαρουσιάσθη εις τον Κορνήλιον δεν ευρίσκετο ταυτοχρόνως και δίπλα εις τον Φίλιππον[14], ενώ εκείνος ο οποίος συνωμίλει μετά του Ζαχαρίου εις το θυσιαστήριον[15], δεν ευρίσκετο συγχρόνως και εις την θέσιν του εις τον ουρανόν»[16].
Ομοίως ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει: «Εκείνοι είναι μετά την Τριάδα δεύτερα φώτα μετά δόξης βασιλικής, άγγελοι λαμπροί και άμορφοι, οι οποίοι περιστοιχίζουν τον μεγάλον θρόνον και επειδή είναι νόες ταχυκίνητοι, φλόγα και πνεύματα θεϊκά, ίπτανται γοργώς εις τον αιθέρα»[17].
Έτσι λοιπόν ενώ οι άγγελοι είναι πνεύματα και πυρός φλόγα[18] και ενοικούν σ’ ένα βασίλειο όπου δεν ισχύουν οι ανθρώπινοι νόμοι του χρόνου και του χώρου, εν τούτοις περιορίζονται κι αυτοί από τον χώρο και τον χρόνο και δρουν κατά ένα τέτοιο «υλικό» (ας πούμε) τρόπο, ώστε ωρισμένοι Πατέρες να μη διστάζουν να αναφέρωνται στα «αέρια σώματα» των αγγέλων.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ανακεφαλαιώνοντας κατά τον Η’ αιώνα την διδασκαλία των προ αυτού Πατέρων γράφει: «Εν τούτοις ο άγγελος λέγεται ασώματος και άυλος όταν συγκρίνεται με μας, γιατί κάθε τι που συγκρίνεται με τον Θεό, τον μόνον ασύγκριτο, βρίσκεται παχύ και υλικό. Πραγματικά άυλο και ασώματο είναι μόνον το θείον». Επίσης διδάσκει: «Οι άγγελοι είναι περιγραπτοί, γιατί όταν βρίσκωνται στον ουρανό δεν βρίσκονται στη γη και όταν στέλνωνται από τον Θεό στη γη δεν μένουν στον ουρανό. Εν τούτοις δεν περιορίζονται από τείχη και πόρτες και κλειδαριές και σφραγίσματα, γιατί δεν έχουν όρια. Βέβαια λέγω ότι δεν έχουν όρια, γιατί δεν φανερώνονται όπως ακριβώς είναι στους αξίους και σ’ αυτούς που θα θελήση ο Θεός να φανερωθούν, αλλά μετασχηματισμένοι, όπως δηλαδή μπορούν να τους δουν αυτοί που τους βλέπουν»[19].
Βεβαίως όταν ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι οι άγγελοι «δεν φανερώνονται όπως ακριβώς είναι», δεν αντιφάσκει προς τον Μέγα Βασίλειο, που διδάσκει ότι οι άγγελοι εμφανίζονται «υπό την μορφήν των ιδικών των σωμάτων». Και οι δύο αυτές διατυπώσεις αντικατοπτρίζουν την αλήθεια, όπως τούτο γίνεται καθαρά αντιληπτό από τις πολυάριθμες εμφανίσεις αγγέλων που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη. Έτσι ο Αρχάγγελος Ραφαήλ συνταξίδευε με τον Τωβία επί πολλές εβδομάδες, δίχως να κινήση έστω και μία φορά την υποψία ότι δεν ήταν άνθρωπος. Όταν δε τελικά με δική του πρωτοβουλία αποκαλύφθηκε, είπε: Πάσας τας ημέρας ωπτανόμην υμίν και ουκ έφαγον ουδ’ έπιον αλλά όρασιν υμείς εθεωρείτε[20].
Επίσης οι τρεις άγγελοι που παρουσιάσθηκαν στον Αβραάμ, έδωσαν την εντύπωσι ότι έτρωγαν και εξελήφθησαν ως άνθρωποι[21]. Ομοίως ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, στις Κατηχήσεις του, μας πληροφορεί για τον άγγελο που εμφανίστηκε στον Δανιήλ και λέγει ότι, όταν ο Δανιήλ αντίκρυσε τον Γαβριήλ «κατετρόμαξεν και έβαλε το πρόσωπόν του εις την γην και μέχρις ότου ο άγγελος λάβη μορφήν ανθρωπίνην δεν ετόλμα να απαντήση»[22]. Αλλά στο βιβλίο του Δανιήλ[23] διαβάζουμε επίσης ότι ο άγγελος ακόμη και κατά την πρώτη του απαστράπτουσα παρουσία είχε την μορφή ανθρώπου, με την διαφορά ότι η παρουσία αυτή είχε τέτοια λαμπρότητα (το πρόσωπον αυτού ωσεί όρασις αστραπής και οι οφθαλμοί αυτού ωσεί λαμπάδες πυρός και οι βραχίονες αυτού και τα σκέλη ως όρασις χαλκού στίλβοντος) ώστε να μην μπορούν να την αντέξουν τα ανθρώπινα μάτια. Συνεπώς η εξωτερική εμφάνισις των αγγέλων είναι όμοια μ’ εκείνη των ανθρώπων. Αλλ’ επειδή το αγγελικό «σώμα» δεν είναι υλικό και το αντίκρυσμα και μόνο της φλογερής και λαμπρής όψης του αρκεί για να κατακεραυνώση οποιονδήποτε άνθρωπο που βρίσκεται ακόμη στο σαρκίο του, η εμφάνισις αυτή πρέπει αναγκαστικά να προσαρμόζεται στην αντοχή της οράσεως των ανθρώπων, ώστε να φαίνεται λιγότερο λαμπρή και να προκαλή μικρότερο δέος απ’ ότι στην πραγματικότητα.
Για την ανθρώπινη ψυχή ο ιερός Αυγουστίνος διδάσκει ότι, όταν αυτή αποχωρισθή από το σώμα, «ο άνθρωπος αν και ευρίσκεται σε μία καθαρώς πνευματική κατάστασι και όχι σωματική, βλέπει τον εαυτόν του τόσον όμοιο προς το σώμα του, ώστε να μη μπορή να διακρίνη την παραμικρή διαφορά»[24]. Η αλήθεια αυτή έχει επιβεβαιωθή πλήρως στην εποχή μας, με τις προσωπικές εμπειρίες χιλιάδων ίσως αρτιθανών ανθρώπων που επανέκαμψαν στην ζωή.
Όταν όμως μιλούμε για τα σώματα των αγγέλων και των άλλων πνευμάτων, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην αποδίδουμε σ’ αυτά οποιαδήποτε χονδροειδή υλικά χαρακτηριστικά. Τελικά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι «μόνο ο Δημιουργός γνωρίζει την μορφή και τον χαρακτήρα της ουσίας των αγγέλων»[25]. Στην Δύσι ο ιερός Αυγουστίνος έγραφε ότι είναι το ίδιο το να μιλούμε περί «αερίων σωμάτων» των δαιμόνων και άλλων πνευμάτων, ή το να αποκαλούμε όλα αυτά απλώς «ασώματα»[26].
Ο επίσκοπος Ιγνάτιος επέδειξε ίσως έναν κάπως υπερβολικό ζήλο, στην προσπάθειά του να εξηγήση την φύσι των αγγελικών «σωμάτων» με βάσι τις επιστημονικές γνώσεις του 19ου αιώνα περί των αερίων. Γι’ αυτό επήλθε μία μικρή διαφωνία μεταξύ αυτού και του αγίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, που έκρινε αναγκαίο να τονίση την απεριόριστη φύσι των πνευμάτων, (που δεν αποτελούνται βέβαια από μόρια χημικών στοιχείων, όπως συμβαίνει μ’ όλα τα αέρια). Πάνω στο βασικό όμως σημείο —«το λεπτό περίβλημα» που έχουν όλα τα πνευματικά όντα— ήταν και αυτός σύμφωνος με τον επίσκοπο Ιγνάτιο[27]. Ίσως κάποια παρόμοια παρεξήγησι για ένα δευτερεύον σημείο ή για κάποιο ζήτημα ορολογίας να ήταν και η αιτία για την διαμάχη που ξέσπασε στην Δύσι κατά τον 5ο αιώνα, όταν ο Λατίνος Πατέρας άγιος Φαύστος του Λερίν εδίδαξε το ίδιο δόγμα για την σχετική «υλικότητα» της ψυχής, βασισμένος στην διδασκαλία των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας.
Αν ο ακριβής χαρακτήρας της φύσεως των αγγέλων είναι γνωστός μόνο στον Θεό, η γνώσις της δράσεως των αγγέλων (τουλάχιστον σ’ αυτόν τον κόσμο) είναι προσιτή στον καθένα, επειδή υπάρχουν γι’ αυτήν πολλές μαρτυρίες τόσο στην Αγία Γραφή και στα Πατερικά κείμενα, όσο και στους βίους των αγίων. Για να κατανοήσουμε πλήρως τις οράσεις που παρουσιάζονται σ’ αυτούς που πεθαίνουν, θα πρέπη να γνωρίζουμε ιδιαιτέρως πώς εμφανίζονται οι πεπτωκότες άγγελοι (δαίμονες). Οι αληθινοί άγγελοι εμφανίζονται πάντοτε με την μορφή τους (λιγότερο όμως λαμπρή απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα) και ενεργούν αποκλειστικά με τον σκοπό να εκτελέσουν το θέλημα και τις εντολές του Θεού. Αντίθετα, οι πεπτωκότες άγγελοι, αν και κάπου-κάπου εμφανίζονται κι αυτοί με την πραγματική μορφή τους (που ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ την περιέγραψε από προσωπική του πείρα σαν «φρικτή»), συνήθως παίρνουν διάφορες άλλες μορφές και ενεργούν πολυάριθμα «σημεία», με τις δυνάμεις που έχουν σαν υποτελείς του άρχοντος της εξουσίας του αέρος[28]. Η ιδιαίτερη διαμονή τους είναι ο αέρας και το κύριο έργο τους είναι να πειράζουν και να εκφοβίζουν τους ανθρώπους, ώστε να τους οδηγήσουν μαζί τους στην απώλεια. Ο αγώνας των Χριστιανών κατευθύνεται ακριβώς εναντίον των δαιμόνων: Ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις[29].
Ο ιερός Αυγουστίνος στο κάπως άγνωστο δοκίμιό του Η Μαντεία των Δαιμόνων, που έγραψε όταν ζητήθηκε να εξηγήση μερικές από τις πολλές δαιμονικές οράσεις στον αρχαίο παγανιστικό κόσμο, δίνει μια καλή γενική εικόνα της δραστηριότητος των πνευματικών αυτών όντων. «Η φύσις των δαιμόνων είναι τέτοια, ώστε η ικανότητα αντιλήψεως των αισθήσεων που διαθέτουν τα αέρια σώματά τους υπερβαίνει την αντίστοιχη ικανότητα των γηίνων σωμάτων. Ως προς την ταχύτητα δε, λόγω της μεγαλυτέρας κινητικότητας αυτών των σωμάτων, υπερτερούν οι δαίμονες ασύγκριτα σε σχέσι όχι μόνο προς τις κινήσεις των ανθρώπων και των θηρίων, αλλά και προς αυτό το πέταγμα των πτηνών. Συνεπώς οι δαίμονες με το να διαθέτουν αυτές τις ικανότητες, που οφείλονται στις ιδιότητες των αερίων σωμάτων, δηλαδή την οξύτητα στην αντίληψι και την ταχύτητα στις κινήσεις, προβλέπουν και διαλαλούν πολλά πράγματα που έχουν παρατηρήσει πριν από πολύ χρόνο και όταν συμβαίνη τούτο οι άνθρωποι θαυμάζουν, εξ αιτίας της γηίνης βραδείας αντιλήψεώς τους. Οι δαίμονες επίσης, καθ’ όλον αυτόν τον μακρότατο χρόνο υπάρξεώς τους έχουν αποκτήσει μία πολύ μεγαλύτερη πείρα των γεγονότων από αυτήν των ανθρώπων, που η ζωή τους έχει μικρή διάρκεια. Εξ αιτίας λοιπόν αυτών των ιδιοτήτων που διαθέτουν από την φύσι των αερίων σωμάτων τους, οι δαίμονες όχι μόνο προλέγουν πολλά γεγονότα που συμβαίνουν αργότερα, αλλά ενεργούν και πολλά θαυμαστά σημεία».
Πολλά από τα «θαύματα» και τις οράσεις των δαιμόνων περιγράφονται στην μακρά ομιλία του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, που περιέχεται στον βίο του που συνέγραψε ο Μέγας Αθανάσιος, όπου επίσης γίνεται αναφορά και στα «ελαφρότερα σώματα» των δαιμόνων. Ο βίος επίσης του αγίου Κυπριανού, που υπήρξε πρώην μάγος, περιέχει πολυάριθμες περιγραφές δαιμονικών μεταμορφώσεων και σημείων σύμφωνα με την διήγησι κάποιου που έλαβε ενεργό μέρος σ’ αυτά τα περιστατικά. Στην εβδόμη και ογδόη από τις Διαλέξεις του αγίου Ιωάννου του Κασσιανού, του μεγάλου αυτού Πατέρα της Γαλατίας του 5ου αιώνος που πρώτος μετέφερε πλήρη διδασκαλία του Ανατολικού μοναχισμού στην Δύσι, υπάρχει μία κλασσική περιγραφή της δαιμονικής δραστηριότητας. Ο άγιος Κασσιανός γράφει: «Είναι τόσο το πλήθος των πονηρών πνευμάτων που πληρούν τον εναέριο χώρο, που εκτείνεται μεταξύ ουρανού και γης και στον οποίον αιωρούνται μέσα σε ταραχή και όχι σε αδράνεια, ώστε η Θεία Πρόνοια για δικό μας συμφέρον το απέκρυψε και απομάκρυνε τους δαίμονες από τα βλέμματα των ανθρώπων. Αν δεν γινόταν αυτό, οι άνθρωποι, εξ αιτίας του φόβου των δαιμονικών επιθέσεων ή του φοβερού θεάματος των προσώπων στα οποία μετασχηματίζονται και μεταλλάσσονται αυτόβουλα οι δαίμονες όποτε θελήσουν, θα κατελαμβάνοντο από ανυπόφορο τρόμο και θα ήταν έτοιμοι να καταρρεύσουν...»
Όσο για το γεγονός ότι τα ακάθαρτα πνεύματα κατευθύνονται από τις πονηρότατες δυνάμεις και υπόκεινται σ’ αυτές, το πληροφορούμαστε όχι μόνο από την μαρτυρία της Αγίας Γραφής, που βλέπουμε στην απάντησι του Κυρίου προς τους Φαρισαίους που τον διέβαλαν: Ει εγώ εν Βεελζεβούλ τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλω τα δαιμόνια[30], αλλά και από τα ευκρινή οράματα και τις πολλαπλές εμπειρίες των αγίων της Εκκλησίας μας.
«Όταν κάποιος αδελφός μας ταξίδευε σ’ αυτήν την έρημο, βρήκε μία σπηλιά μετά το σούρουπο, εστάθμευσε εκεί και θέλησε να κάμη την βραδυνή προσευχή του. Ενώ λοιπόν κατά την συνήθεια έλεγε τους ψαλμούς, πέρασε η ώρα μέχρι που έφθασε περασμένα μεσάνυχτα. Όταν τελείωσε τον κανόνα του, θέλησε ν’ αναπαύση λίγο το καταπονημένο σώμα του και ξάπλωσε. Ξαφνικά άρχισε να βλέπη αναρίθμητες ορδές δαιμόνων που συνέκλιναν απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Έρχονταν σ’ ατελείωτες παρατάξεις και μακρυές σειρές, ενώ άλλοι προηγούντο του αρχηγού των και άλλοι ακολουθούσαν πίσω του. Τέλος ήλθε ο άρχοντας που ήταν ψηλότερος απ’ όλους στο ανάστημα και φρικτότερος απ’ όλους στην εμφάνισι. Αφού του έστησαν ένα θρόνο πάνω σ’ ένα υπερυψωμένο βήμα, κάθισε και άρχισε να ερευνά σχολαστικά την δραστηριότητα του κάθε δαίμονα. Εκείνους που είπαν ότι δεν μπόρεσαν να παρασύρουν τους αντιπάλους τους, τους διέταξε με βρισιές και επιπλήξεις να εξαφανισθούν από μπροστά του επειδή ήταν τεμπέληδες και αμελείς και τους κατηγορούσε ότι σπατάλησαν τόσο χρόνο και προσπάθεια χωρίς να καταφέρουν τίποτε. Εκείνους όμως που δήλωσαν ότι παρέσυραν στην αμαρτία αυτούς που τους είχαν ορίσει, τους απέλυσε με μεγάλες τιμές, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι δαίμονες έδειχναν τον ενθουσιασμό τους και επευφημούσαν, επειδή υπήρξαν πολύ θαρραλέοι πολεμιστές. αυτοί εδοξάσθηκαν για να παραδειγματισθούν όλοι.
Τότε ένα πονηρότατο πνεύμα επροχώρησε μέσα από το πλήθος και ανέφερε με κακεντρεχή χαρά, σαν να επρόκειτο για κάποια περιφανή νίκη, ότι τελικά, μετά από ένα ακατάπαυστο πειρασμικό αγώνα που κράτησε δεκαπέντε χρόνια είχε κατανικήσει ένα περίφημο μοναχό παρασύροντάς τον εκείνη ακριβώς την νύχτα στην πορνεία... Όταν ακούσθηκε η αναφορά αυτή, επεκράτησε αμέσως υπερβολική χαρά σ’ όλο το πλήθος των δαιμόνων κι’ εκείνος απεχώρησε εξυψωμένος από τους μεγάλους επαίνους του άρχοντα του σκότους και στεφανωμένος με δόξα. Καθώς πλησίαζε η αυγή, όλο εκείνο το πλήθος των δαιμόνων εξαφανίσθηκε. Αργότερα ο αδελφός που έγινε μάρτυρας αυτού του θέματος πληροφορήθηκε ότι η αναφορά αυτή σχετικά με τον μοναχό που έπεσε ήταν πράγματι αληθινή»[31].
Στους Ορθοδόξους Χριστιανούς συμβαίνουν τέτοιες εμπειρίες συνεχώς μέχρι και στον αιώνα μας. Οπωσδήποτε δεν πρόκειται για όνειρα ή οπτασίες, αλλ’ αντίθετα για αφυπνιστικές εμπειρίες οράσεως δαιμόνων στην πραγματική τους μορφή, μόνο σ’ εκείνους βέβαια που έχουν ανοιχθή οι πνευματικοί τους οφθαλμοί και μπορούν να βλέπουν αυτά τα όντα, που υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι αόρατα. Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν ίσως λίγοι μόνο Ορθόδοξοι Χριστιανοί «της παλαιάς σχολής» ή «απλοϊκοί», που μπορούσαν να πιστεύσουν ακόμη στην «κατά γράμμα αλήθειαν» αυτών των γεγονότων. Ακόμη και σήμερα ωρισμένοι Ορθόδοξοι δυσκολεύονται να τα παραδεχθούν. τόσο πολύ έχει διεισδύσει η σύγχρονη αντίληψις ότι οι άγγελοι και οι δαίμονες είναι «αμιγή πνεύματα» και δεν ενεργούν κατά τέτοιον «υλικό» τρόπο. Μόνο λόγω της κατά πολύ αυξημένης δραστηριότητας των δαιμόνων κατά τα πρόσφατα χρόνια τα περιστατικά αυτά αρχίζουν για μια φορά ακόμη να φαίνωνται τουλάχιστον εύλογα. Σήμερα επίσης οι πολύ διαδεδομένες «μεταθανάτιες» εμπειρίες έχουν ανοίξει το βασίλειο της μη υλικής πραγματικότητος σε πολλούς από τους κοινούς ανθρώπους, που στο παρελθόν δεν είχαν καμμία επαφή με τον απόκρυφο κόσμο, ενώ η συνεπής και αληθινή εξήγησις του κόσμου αυτού και των όντων του έχει γίνει πλέον μία από τις ανάγκες του καιρού μας. Την εξήγησι αυτή μπορεί να δώση μόνο ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός που διέσωσε την αυθεντική Χριστιανική διδασκαλία μέχρι τις ημέρες μας.
1. Λουκ. ιστ’ 22
2. Ματθ. κη’ 23
3. Μαρκ. ιστ’ 5
4. Λουκ. κδ’ 4
5. Ιωαν. κ’ 12
6. Προσφάτως ανεκηρύχθη άγιος υπό του Πατριαρχείου Ρωσίας.
7. Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Έργα, τόμ. 3, έκδ. Τουζώφ, Αγία Πετρούπολις, 1883
8. ένθ. αν., σελ. 195
9. Simon Α. Blackmore, Spititism: Facts and Frauds, Benziger Brothers, New York, 1924, σελ. 522
10. C.S. Lewis, Miracles, The Macmillan Co, New York, 1967, σελ. 164-5
11. Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Έργα, τόμ. 3, σελ. 216
12. ένθ. αν., σελ. 227
13. ένθ. αν. σελ. 233
14. Πράξ. ι’ 3, η’ 26
15. Λουκ. α’ ΙΙ
16. Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Περί του Αγίου Πνεύματος, κεφ. 16 & 23.
17. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Περί Νοερών ουσιών, Έπη δογματικά 7
18. Ψαλμ. ργ’ 4, Εβρ. α’ 7
19. Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, «Περί αγγέλων», Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, κεφ. Β. (3) 17
20. Τωβ. ιβ’ 19
21. Γέν., κεφ. ιη’ - ιθ’
22. Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, Θ’, α’
23. Δαν., κεφ. ι’
24. Ιερού Αυγουστίνου, Η πολιτεία του Θεού, βιβλ. XXI, 10
25. βλ. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, ένθ. αν.
26. βλ. Ιερού Αυγουστίνου, ένθ. αν.
27. π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οι δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας, εις την Ρωσικήν, Παρίσι, 1937, σελ. 394-5.
28. Εφεσ. β’ 2
29. Εφεσ. ς’ 12.
30. Ματθ. ιβ’. 27
31. Αββά Κασσιανού, Διαλέξεις, VII, 12, 16
ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ – ΤΕΥΧΗ 12-13
IΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ
Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΜΑΡΙΝΑ
και η προσφορά του στην Εκκλησία και την εθνική μας αυτοσυνειδησία
Στις 18 Αυγούστου ή Ιερά Μητρόπολις Γρεβενών και ολόκληρο τό Ελληνορθόδοξο Γένος μας θα τιμήσει τη μνήμη του Όσιομάρτυρός Αγίου Δημητρίου του Νέου από την Σαμαρίνα. Συμπληρώνο-νται εφέτος 202 χρόνια από το μαρτύριο του Άγιου και είναι χρέος μας να θυμηθούμε εν όλίγοίς τον βίο του και την προσφορά του στήν Εκκλησία και στην εθνική μας αυτοσυνειδησία.
Ή Σαμαρίνα είναι ένα ορεινό Βλαχοχώρι της Πίνδου, το όποίο ανήκει έκκλησιαστικώς και διοικητικώς στα Γρεβενά. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1400 μέτρων επί του όρους Σμόλικας. Οί Βλαχόφωνοι "Ελληνες είναι απόγονοι των γηγενών κατοίκων της Βορείου Ελλάδος, οί όποίοι κατά την διάρκεια τής ρωμαϊκής κατακτήσεως υπέστησαν μία αλλοίωση στο γλωσσικό τους ιδίωμα και συνήθισαν να μιλούν τα Βλάχικα, δηλαδή μία διάλεκτο έλληνολατινική. Ή γλωσσική αύτη ιδιομορφία δεν τους άπεμάκρυνε από τον Ελληνισμό και τήν'Ορθόδοξη Ρωμηοσύνη. Παρά τις προσπάθειες διαφόρων εθνικιστικών και εκκλησιαστικών προπαγανδών ή συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων παρέμεινε ριζωμένη στην ελληνικότητα και στήν'Ορθοδοξία. Οί Βλάχοι, δηλαδή οί Βλαχόφωνοι Έλληνες, μας έδωσαν μεγάλους Εθνικούς Ευεργετες, οί όποίοι πλούτισαν μεν έκτός Ελλάδος, άλλα έστειλαν τα χρήματα τους για να κτισθούν Ναοί, Σχολεία και περικαλλη ιδρύματα στην Ελλάδα. Ό Ευ. Ζάππας έκτισε το Ζάππειο, ό Γ. Αβέρωφ χρηματοδότησε το θωρηκτό Αβέρωφ, πού κατενίκησε τους Τούρκους στούς Βαλκανικούς Πολέμους, ό Σίμων Σίνας έστειλε τα χρήματα για την Ακαδημία Αθηνών, Έλληνόβλαχοι από το Μέτσοβο έκαναν την δωρεά για την ανέγερση του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου κ.λπ. Ακόμη κι αν μιλούσαν το βλάχικο ιδίωμα στο σπίτι τους, εν τούτοις στην Θεία Λειτουργία οί Βλάχοι χρησιμοποιουσαν μόνον την ελληνική γλώσσα.
Σέ ένα τέτοιο περιβάλλον εμπνευσμένο από την αγωνιστικότητα των μαρτύρων και αγίων της "Ορθοδοξίας και από την ελληνική παιδεία, ή οποία διδάσκει τούς συνεχείς αγώνες του Έθνους μας κατά των κατακτητών, γεννήθηκε και άνετράφη ό Νεομάρτυς Δημήτριος από την Σαμαρίνα. Ή πατρίδα μας ζοΰσε κάτω από την τυραννία των Όθωμανών και ή περιοχή της Σαμαρίνας είχε ύπαχθεί κάτω από την εξουσία του Άλη Πασά των Ιωαννίνων. Ό Δημήτριος αφιερώθηκε από μικρός στο μοναστήρι της περιοχής του, την Άγια Παρασκευή. Από τους γονείς του και τους μοναχούς - διδασκάλους του γαλουχήθηκε με την πίστη προς τον Χριστό και με την φλόγα για την απελευθέρωση του Γένους. Μόλις πληροφορήθηκε ότι ό παπα - Εύθυμης Βλαχάβας ετοίμαζε εξέγερση των κλεφταρματωλών με επίκεντρο τα "Αγια Μετέωρα ό νεαρός μοναχός έγινε στενός και έμπιστος συνεργάτης του. Το κίνημα του Βλαχάβα εξερράγη τον Μάιο του 1808, αλλά απέτυχε, πιθανόν κατόπιν προδοσίας. Ό Δημήτριος όχι μόνον βοήθησε στην πνευματική προετοιμασία των εξεγερθέντων, άλλα καί μετά την άτυχη έκβαση συνέχισε να περιέρχεται τά χωριά καί να κηρύττει την ελπίδα, την πίστη, την υπομονή και την έμμονη στις πατροπαράδοτες ελληνορθόδοξες αξίες. Παρά το νεαρόν της ηλικίας του ήταν δυναμικός ρήτωρ και έθνεγέρτης. Γι' αυτό και ό Άλή Πασάς ζήτησε και επέτυχε να συλληφθεϊ ό Δημήτριος μαζί με τον αρχηγό του, τον αγέρωχο ιερέα και οπλαρχηγό π. Εύθυμη Βλαχάβα. Σύρθηκαν σιδηροδέσμιοι μέχρι τα Ιωάννινα και ρίχθηκαν στα σκοτεινά κελλιά του φοβερού Σαραγιοΰ.
Τα μαρτύρια που ακολούθησαν τα είδε και τα περιέγραψε ό Γάλλος Πρόξενος και περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλλ. Ό νεαρός Δημήτριος υπέστη διάφορα εϊδη βασανισμών. Ό Άλή Πασάς προσπαθούσε να εκμαιεύσει πληροφορίες για ενδεχόμενη υποστήριξη πού είχε το κίνημα του Βλαχάβα από ξένες δυνάμεις, εννοώντας κυρίως την Ρωσία. Ό Δημήτριος αρνήθηκε να απαντήσει και συνεχώς έπεκαλείτο τον Χριστό για να ενισχύεται και να αντιμετωπίζει τον πόνο. Ό Άλής του ζήτησε να αφαιρέσει την εικόνα της Παναγίας, την όποια έφερε στο στήθος του ό Δημήτριος, αλλά έκείνος αρνήθηκε. Ή μανία του τυράννου και των βασανιστών έγινε μεγαλύτερη και έπενόησαν κάθε μορφής βασανιστήρια για να κάμψουν τον Δημήτριο. Του έδεσαν την κεφαλή με σιδερένια αλυσίδα, την οποία συνέσφιγγαν συνεχώς,όμως με την επίκληση του Χρίστου και της Παναγίας, ό μάρτυς έθραυσε την αλυσίδα. Τον κρέμασαν ανάποδα και του έψηναν την κεφαλή επάνω στην φωτιά, άλλα έκείνος ύπέμενε καί έπέμενε.'Ένας Τούρκος από την Καστοριά βλέποντας την πίστη και το θάρρος του Άγιου έπίστευσε στον Χριστό και άμέσως θανατώθηκε από τους δήμιους του Αλή.
Τελικά ό Άλή Πασάς διέταξε να κτίσουν το σώμα του μάρτυρος μέσα σε τοίχο! "Αφησαν σκοπίμως έξω από τον τοίχο το κεφάλι για να τον τρέφουν και έτσι να του δημιουργούν δυσφορία και να επιτείνουν τον πόνο. Ό μάρτυς επέζησε 10 ήμερες προσευχόμενος και βασανιζόμενος δια του έντοιχισμού. Στις 18 Αυγούστου 1808 παρέδωσε το πνεύμα και αμέσως ή φήμη της αγιότητας του διεδόθη μεταξύ των Χριστιανών. Από τις πρώτες ήμερες μετά το μαρτύριο του άρχισαν να αναφέρονται θαύματα με την επίκληση του ονόματος του. Όπως συνέβη στην περίπτωση του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, έτσι και για τον Νεομάρτυρα Δημήτριο ή συνείδηση του λαού έκανε την πρώτη ανεπίσημη άγιοκατάταξη. Το παράδειγμα του στερέωσε την πίστη των "Ορθοδόξων Ελλήνων και το αίμα του πότισε το δέντρο της λευτεριάς, ή οποία ήλθε μετά από λίγα χρόνια με τήν'Εθνεγερσία του 1821.
Ό μεγάλος ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αφιέρωσε στον Νεομάρτυρα Δημήτριο καί στον Εθνομάρτυρα παπα - Εύθυμη Βλαχάβα (έτεμαχίσθη το σώμα του με εντολή του Άλή) το περίφημο επικό ποίημα «Τα Μνημόσυνα». Το 1984 ή Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ενέκρινε την Άσματική Ακολουθία του Αγίου, ή οποία συνετέθη από τον μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη κατόπιν αιτήματος της Ιεράς Μητροπόλεως Γρεβενών. Το 2007 ό Σεβ. Μητροπολίτης Γρεβενών κ. Σέργιος συνέγραψε το βιβλίο «Οί τρείς Άγιοι των Γρεβενών». Έκεί κάθε φιλέρευνο πνεύμα μπορεί να μάθει περισσότερα για τον "Αγιο Δημήτριο τον εκ Σαμαρίνης καθώς και για τον Όσιο Νικάνορα, τον κτίτορα τής'Ιεράς Μονής Ζάβορδας τον θαυματουργό (+1519), κα'ι για τον Νεομάρτυρα Γεώργιο από το Τσοϋρχλι (νυν Άγιος Γεώργιος Γρεβενών), ό όποιος επίσης μαρτύρησε στα Ιωάννινα το 1838. "Θανών ό Δημήτριος ένδον του τοίχου Τείχος άπροσμάχητον πιστοίς έδείχθη."
ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΥ ΧΟΛΕΒΑ
Πειραική Εκκλησία(Αυγουστος 2008)
Νέα Εποχή - New Age
ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ «ΝΕΑ» ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ «ΝΕΑ» ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΜΕΡΟΣ Β'
Η Ορθόδοξη ιεραποστολή ως κάλεσμα
του αρχιμ. Εφραίμ Τριανταφυλλόπουλου, Πρωτοσύγκελλου Ι. Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης
Ο Κύριος απευθυνόμενος στους μαθητές Του, τους έστειλε σε όλον τον κόσμο για να βαπτίσουν και να διδάξουν. Υπό ποιες προϋποθέσεις όμως; Ας μη λησμονούμε ότι είχαν δεχτεί πλούσια τη χάρη το Αγίου Πνεύματος, έζησαν από κοντά το Χριστό, πέρασαν πειρασμούς δίπλα στο Χριστό, άκουσαν τη διδασκαλία Του, αυτόπτες και αυτήκοοι γενόμενοι.
Να θυμηθούμε, για παράδειγμα, τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος έφτασε στην τριπλή άρνηση κατά του διδασκάλου Του (όντως μεγάλη πτώση!), αν και λίγο πρωτύτερα μεταμορφώθηκε πάνω στο Θαβώρ και αξιώθηκε να δει το Χριστό μέσα στη δόξα Του, όπως πραγματικά είναι. Δεν αφομοίωσε τη Χάρη που πήρε; Πιθανόν ναι, το σημαντικότερο όμως είναι να καταλάβουμε ότι τα πικρά, καυτά της μετανοίας δάκρυα είναι εκείνα που τον κάνουν να συνέλθει και να αλλάξει εντελώς νου (μετά-νοια), αποφεύγοντας το δόλιχο της απελπισίας με συνέπεια το σωματικό και, κυρίως, τον πνευματικό θάνατο, πράγμα που δεν απέφυγε ο Ιούδας , μεταμεληθείς αλλά όχι μετανοήσας. Αργότερα , ο Κύριος με την τριπλή ερώτηση –γεμάτη αγάπη!- αν ο Πέτρος τον αγαπά, γιατρεύει το τραύμα της τριπλής πτώσεως, ο δε μαθητής χαριτώνεται από τον Χριστό να «ποιμαίνει τα πρόβατά του». Γίνεται κήρυκας του Ευαγγελίου, ποιμένας και Ιεραπόστολος.
Είναι το κάλεσμα λοιπόν εκείνο που νοηματοδοτεί τον όρο «ιεραποστολή». Στις περισσότερες των περιπτώσεων μάλιστα (Ησαΐας, Μωυσής, Ιωνάς, κ.λπ) συναντάει την επιφυλακτικότητα και ίσως και την άρνηση από πλευράς καλουμένου. Ακολουθεί όμως κατόπιν ολοπρόθυμη η υπακοή στο θείο θέλημα.
Καλούμενος, ας δέχεται κάποιος. Μη καλούμενος γιατί κοπιάζει και τρέχει; Που τρέχει; Να βρει ποιους; Να τους πει τι; Τι περιμένει απ’ όλη αυτή τη σωματοψυχική δραστηριότητα που βαπτίζει μέσα του «Ιεραποστολική δράση» ενώ με έξοχο τρόπο ο μακαριστός γέρο-Παΐσιος ονόμαζε Ιεραποστολική «βράση» που μάλλον δυσκολεύει ή και εμποδίζει το έργο του Θεού;
Ζώντας και εγώ λοιπόν αυτές τις μέρες στο Ιεραποστολικό Κλιμάκιο του Κολουέζι, έπειτα από πρόσκληση του Θεοφιλεστάτου κ. Μελετίου και την ολοπρόθυμη ευλογία του Επισκόπου μου, Σεβασμιωτάτου Σιατίστης κ. Παύλου, θαύμασα και απόρησα και φοβήθηκα. Γιατί;
Πρώτα από όλα έιναι να θαυμάζει κανείς ότι ο σπόρος που έριξε ο μακαριστός π. Κοσμάς Γρηγοριάτης, ο οποίος σημειωτέον δεν έκαμε προσωποπαγές ατομικό έργο όντας σε συνεχή επαφή και εκζητώντας πάντοτε τις συμβουλές της Επισκοπικής του αρχής, επέφερε καρπό εκατονταπλασιάσαντα. Βαπτίσεις, κατηχήσεις, πληθώρα κληρικών και μαθητών, εξομολογήσεις, ραδιοφωνικός σταθμός, καθημερινές ακολουθίες με έξοχα ελληνικά –όταν ακούγονται- σε βυζαντινό μέλος, όπως και γαλλικά και σουαχίλι, από πολυάριθμες χορωδίες οικοτρόφων, φοιτητών και μαθητών. άψογη τήρηση του τυπικού που τείνει προς τον αγιορείτικο τύπο, άκρα ησυχία (και εντός του Ιερού Βήματος!) κατά την τέλεση των ακολουθιών, σεβαστές παρουσίες. Όμως εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η επιμέλεια στην μελέτη, οι ορθές απορίες όπως και η σοβαρότητα των 45 περίπου κληρικών που συμμετείχαν στο σεμινάριο που διοργάνωσε η εδώ Ι. Επισκοπή και όπου ο Θεοφιλέστατος Κολουέζι εδίδαξε την λειτουργική και εξομολογητική, άλλοι δύο καταρτισμένοι ιερείς άλλα αντικείμενα, εγώ δε την Θεολογία της Λειτουργίας. Ορισμένες ερωτήσεις εγίνοντο σε άψογα γαλλικά, άλλοτε υπήρχε συνεχής μετάφραση των γαλλικών σε στη σουαχίλι, μία από τις τέσσερις τοπικές διαλέκτους που ομιλούνται στο Κονγκό, ενώ η γαλλική είναι η επίσημη γλώσσα παντού.
Οι αδελφοί και συλλειτουργοί ιερείς, με συγκινητικό τρόπο, κρατούσαν συνεχώς σημειώσεις, πολλές σημειώσεις ο καθένας τους. Υπήρχε μια δίψα, η οποία φαίνεται και από το γεγονός ότι έφτασαν εδώ, διανύοντας τεράστιες αποστάσεις -σε ορισμένες περιπτώσεις πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων- με την Επισκοπή να καλύπτει τα έξοδα της μετακίνησης τους, αφήνοντας πίσω υπερπολύτεκνες οικογένειες με πέντε, δέκα ως και …δεκαέξι παιδιά! Καταστάσεις ασύλληπτες για την δική μας νοοτροπία. Είναι να φοβάται κανείς.
Το γεγονός πάντως είναι ότι αργά (σύμφωνα με τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς) αλλά σταθερά, πορεύεται ο Χριστός μέσα στον αγρό της Ιστορίας και ότι τα βήματα Του, ιδιαίτερα εδώ στην Αφρική, γίνονται αισθητά κάπως περισσότερο, ίσως επειδή είναι πιο ανοιχτές οι καρδιές και υπάρχει και περισσότερος πόνος.
Ευχαριστώ το Θεό, τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Κολουέζι κ. Μελέτιο και τον Σεβασμιώτατο Επίσκοπό μου Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλο για την ευκαιρία που μου έδωσαν να μάθω «πνευματικά γράμματα» κοντά στους Αφρικανούς αδελφούς και συλλειτουργούς, όπως και γενικότερα στους συμπαθέστατους και ευλαβείς λαϊκούς, άνδρες και γυναίκες οιασδήποτε ηλικίας, με την ευκαιρία της καθημερινής επαφής και τους παρακαλώ πάρα πολύ «να με εύχονται».
Αρχιμανδρίτης π. Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλόπουλος
Πρωτοσύγκελλος Ι. Μητρ. Σισανίου και Σιατίστης
Κολουέζι, Ιούλιος 2009
ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου
1. Οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, παρά τίς μικρές καί μή οὐσιαστικές διαφορές, εἶχαν πάντοτε κοινωνία μέ τούς Ἐπισκόπους τῆς Νέας Ρώμης καί τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τό 1009-1014, ὅταν γιά πρώτη φορά κατέλαβαν τόν θρόνο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης οἱ Φράγκοι Ἐπίσκοποι. Μέχρι τό 1009 οἱ Πάπες τῆς Ρώμης καί οἱ Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦσαν ἑνωμένοι στόν κοινό ἀγώνα ἐναντίον τῶν Φράγκων Ἡγεμόνων καί Ἐπισκόπων, ἀλλά καί τῶν κατά καιρούς αἱρετικῶν.
3. Ἡ βασική διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ βρίσκεται στήν διδασκαλία περί τῆς ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἄκτιστη οὐσία καί ἄκτιστη ἐνέργεια καί ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται σέ κοινωνία μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ἐν τούτοις οἱ Παπικοί πιστεύουν ὅτι στόν Θεό ἡ ἄκτιστη οὐσία ταυτίζεται μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του (actus purus) καί ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο διά τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν Του, δηλαδή ἰσχυρίζονται ὅτι στόν Θεό ὑπάρχουν καί κτιστές ἐνέργειες. Ὁπότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὁποίας ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ὡς κτιστή ἐνέργεια. Ἀλλά ἔτσι δέν μπορεῖ νά ἁγιασθῆ.
Ἀπό αὐτήν τήν βασική διδασκαλία προέρχεται ἡ διδασκαλία περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τό καθαρτήριο πῦρ, τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα κ.λπ.
4. Ἐκτός ἀπό τήν θεμελιώδη διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ στό θέμα τῆς οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, ὑπάρχουν ἄλλες μεγάλες διαφορές, πού ἔγιναν κατά καιρούς ἀντικείμενα θεολογικῶν διαλόγων, ἤτοι:
- τό Filioque, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό μέ ἀποτέλεσμα νά μειώνεται ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός, νά καταργῆται ἡ τέλεια ἰσότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά μειώνεται ὁ Υἱός κατά τήν ἰδιότητά Του νά γεννᾶ, ἐάν ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ, νά ὑποτιμᾶται τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς μή ἰσοδύναμο καί ὁμόδοξο μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ παρουσιάζεται ὡσεί "πρόσωπο στεῖρο",
- ἡ χρησιμοποίηση ἀζύμου ἄρτου στήν θεία Εὐχαριστία πού παραβαίνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστός ἐτέλεσε τό Μυστικό Δεῖπνο,
- ὁ καθαγιασμός τῶν "τιμίων δώρων" πού γίνεται ὄχι μέ τήν ἐπίκληση, ἀλλά μέ τήν ἀπαγγελία τῶν ἱδρυτικῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ "λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες...",
- ἡ θεωρία ὅτι ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐξιλέωσε τήν θεία δικαιοσύνη, πού παρουσιάζει τόν Θεό Πατέρα ὡς φεουδάρχη καί παραθεωρεῖ τήν Ἀνάσταση,
- ἡ θεωρία περί τῆς "ἀξιομισθίας" τοῦ Χριστοῦ πού τήν διαχειρίζεται ὁ Πάπας καί ἡ "ὑπερπερισσεύουσα" χάρη τῶν ἁγίων,
- ὁ χωρισμός καί ἡ διάσπαση μεταξύ τῶν μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος καί θείας Εὐχαριστίας,
- ἡ διδασκαλία περί τῆς κληρονομήσεως τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος,
- οἱ λειτουργικές καινοτομίες σέ ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ἱερωσύνη, Ἐξομολόγηση, Γάμος, Εὐχέλαιον),
- ἡ μή μετάληψη τῶν λαϊκῶν ἀπό τό "Αἷμα" τοῦ Χριστοῦ,
- τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, κατά τό ὁποῖο ὁ Πάπας εἶναι "ὁ episcopus episcoporum καί ἡ πηγή τῆς ἱερατικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, εἶναι ἡ ἀλάθητος κεφαλή καί ὁ Καθηγεμών τῆς Ἐκκλησίας, κυβερνῶν αὐτήν μοναρχικῶς ὡς τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς" (Ἰ. Καρμίρης). Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ὁ Πάπας θεωρεῖ τόν ἑαυτό του διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, στόν ὁποῖον ὑποτάσσονται οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ἀκόμη καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
- ἡ μή ὕπαρξη συλλειτουργίας κατά τίς λατρευτικές πράξεις,
- τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα,
- τό δόγμα τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου καί γενικά ἡ μαριολατρεία, κατά τήν ὁποία ἡ Παναγία ἀνυψώνεται στήν Τριαδική θεότητα καί μάλιστα γίνεται λόγος καί γιά Ἁγία Τετράδα,
- οἱ θεωρίες τῆς analogia entis καί analogia fidei πού ἐπικράτησαν στόν δυτικό χῶρο,
- ἡ συνεχής πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνακάλυψη τῶν πτυχῶν τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας,
- ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ,
- ἡ ἄποψη περί τῆς ἑνιαίας μεθοδολογίας γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης.
5. Ἐπίσης, ἡ μεγάλη διαφοροποίηση, ἡ ὁποία δείχνει τόν τρόπο τῆς θεολογίας βρίσκεται καί στήν διαφορά μεταξύ σχολαστικῆς καί ἡσυχαστικῆς θεολογίας. Στήν Δύση ἀναπτύχθηκε ὁ σχολαστικισμός, ὡς προσπάθεια διερεύνησης ὅλων τῶν μυστηρίων τῆς πίστεως μέ τήν λογική (Ἄνσελμος Καντερβουρίας, Θωμᾶς Ἀκινάτης), ἐνῶ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπικρατεῖ ὁ ἡσυχασμός, δηλαδή ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ σχολαστικοῦ καί οὐνίτη Βαρλαάμ εἶναι χαρακτηριστικός καί δείχνει τήν διαφορά.
6. Συνέπεια ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι στόν Παπισμό ἔχουμε ἀπόκλιση ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἐνῶ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στήν θέωση πού συνίσταται στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, διά τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὁπότε οἱ θεούμενοι συνέρχονται σέ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὁριοθετοῦν ἀσφαλῶς τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια σέ περιπτώσεις συγχύσεως, ἐν τούτοις στόν Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στόν θεσμό τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος Πάπας ὑπέρκειται ἀκόμη καί ἀπό αὐτές τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα μέ τήν λατινική θεολογία "ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει τότε μόνον ὅταν στηρίζεται καί ἐναρμονίζεται μέ τήν θέληση τοῦ Πάπα. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ἐκμηδενίζεται". Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι θεωροῦνται ὡς "συνέδρια τοῦ Χριστιανισμοῦ πού συγκαλοῦνται ὑπό τήν αὐθεντία καί τήν ἐξουσία καί τήν προεδρία τοῦ Πάπα". Ἀρκεῖ νά βγῆ ὁ Πάπας ἀπό τήν αἴθουσα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁπότε αὐτή παύει νά ἔχη κῦρος. Ὁ Ἐπίσκοπος Μαρέ ἔγραψε: «θά ἦταν πιό ἀκριβεῖς οἱ ρωμαιοκαθολικοί ἄν ἐκφωνώντας τό "Πιστεύω" ἔλεγαν: "καί εἰς ἕναν Πάπαν" παρά νά λένε: "καί εἰς μίαν... Ἐκκλησίαν"».
Ἐπίσης, "ἡ σημασία καί ὁ ρόλος τῶν Ἐπισκόπων μέσα στήν ρωμαϊκή Ἐκκλησία δέν εἶναι παρά ἁπλή ἐκπροσώπηση τῆς παπικῆς ἐξουσίας, στήν ὁποία καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι ὑποτάσσονται, ὅπως οἱ ἁπλοί πιστοί". Στήν παπική ἐκκλησιολογία οὐσιαστικά ὑποστηρίζεται ὅτι "ἡ ἀποστολική ἐξουσία ἐξέλιπε μέ τούς ἀποστόλους καί δέν μετεδόθη στούς διαδόχους τους ἐπισκόπους. Μονάχα ἡ παπική ἐξουσία τοῦ Πέτρου, ὑπό τήν ὁποίαν βρίσκονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι, μετεδόθη στούς διαδόχους τοῦ Πέτρου, δηλαδή στούς Πάπες". Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὑποστηρίζεται ἀπό τήν παπική "Ἐκκλησία" ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς εἶναι διϊστάμενες καί ἔχουν ἐλλείψεις καί κατά οἰκονομίαν μᾶς δέχονται σέ κοινωνία, καί βέβαια κατ' οἰκονομίαν μᾶς δέχονται ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἐπειδή αὐτή αὐτοθεωρεῖται ὡς μητέρα Ἐκκλησία καί ἐμᾶς μᾶς θεωροῦν θυγατέρες Ἐκκλησίες.
7. Τό Βατικανό εἶναι κράτος καί ὁ ἑκάστοτε Πάπας εἶναι ὁ ἡγέτης τοῦ Κράτους τοῦ Βατικανοῦ. Πρόκειται γιά μιά ἀνθρωποκεντρική ὀργάνωση, γιά μιά ἐκκοσμίκευση καί μάλιστα θεσμοποιημένη ἐκκοσμίκευση. Τό Κράτος τοῦ Βατικανοῦ ἱδρύθηκε τό 755 ἀπό τόν Πιπίνο τόν Βραχύ, πατέρα τοῦ Καρλομάγνου καί στήν ἐποχή μας ἀναγνωρίσθηκε τό 1929 ἀπό τό Μουσολίνι. Εἶναι σημαντική ἡ αἰτιολογία τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Παπικοῦ Κράτους, ὅπως τό ὑποστήριξε ὁ Πῖος ΙΑ´: "ὁ ἐπί τῆς γῆς ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ δέν δύναται νά εἶναι ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους". Ὁ Χριστός ἦταν ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους, ὁ Πάπας δέν μπορεῖ νά εἶναι! Ἡ παπική ἐξουσία συνιστᾶ θεοκρατία, ἀφοῦ ἡ θεοκρατία ὁρίζεται ὡς ταύτιση κοσμικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας σέ ἕνα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικά κράτη εἶναι τό Βατικανό καί τό Ἰράν.
Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ὑποστήριξε στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Γ´ (1198-1216): "Αὐτός πού ἔχει τή νύμφη εἶναι ὁ νυμφίος. Ἀλλά ἡ νύμφη αὐτή (ἡ Ἐκκλησία) δέ συνεζεύχθη μέ κενά τά χέρια, ἀλλά πρόσφερε σέ μένα ἀσύγκριτη πολύτιμη προίκα, δηλ. τήν πληρότητα τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καί τῶν εὐρύτητα τῶν κοσμικῶν, τό μεγαλεῖο καί τήν ἀφθονία ἀμφοτέρων... Σά σύμβολα τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν μοῦ ἔδωσε τό Στέμμα, τή Μίτρα ὑπέρ τῆς Ἱερωσύνης, τό Στέμμα γιά τή βασιλεία καί μέ κατέστησε ἀντιπρόσωπο Ἐκείνου, στό ἔνδυμα καί στό μηρό τοῦ ὁποίου γράφτηκε: ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλέων καί Κύριος τῶν κυρίων".
Ἑπομένως, ὑπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οἱ ὁποῖες καταδικάσθηκαν ἀπό τήν Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί στήν Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως φαίνεται καί στό "Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας". Ἐπί πλέον καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Τοπικές Σύνοδοι μέχρι τόν 19ο αἰώνα καταδίκαζαν ὅλες τίς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ. Τό πράγμα δέν θεραπεύεται οὔτε βελτιώνεται ἀπό κάποια τυπική συγγνώμη πού θά δώση ὁ Πάπας γιά ἕνα ἱστορικό λάθος, ὅταν οἱ θεολογικές ἀπόψεις του εἶναι ἐκτός τῆς Ἀποκαλύψεως καί ἡ Ἐκκλησιολογία κινεῖται σέ ἐσφαλμένο δρόμο, ἀφοῦ μάλιστα ὁ Πάπας παρουσιάζεται ὡς ἡγέτης τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, ὡς διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί βικάριος - ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ πάνω στήν γῆ, ὡσάν ὁ Χριστός νά ἔδωσε τήν ἐξουσία του στόν Πάπα καί Ἐκεῖνος ἀναπαύεται εὐδαίμων στούς Οὐρανούς.
Μάρτιος 2001
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη)
α) Έννοια του όρου «Εκκλησία»
Ο όρος «Εκκλησία» στην αρχαιοελληνική του έννοια προερχόμενος από το ρήμα εκκαλώ δηλώνει τη συγκέντρωση και τη συνάθροιση πολιτών, προκειμένου να συσκεφθούν και να συναποφασίσουν για διάφορα σημαντικά ζητήματα. Στη Π. Διαθήκη αποκτά την έννοια της απλής συνάθροισης του Ισραηλιτικού λαού για θρησκευτικά, πολιτικά ή στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο στο ίδιο κείμενο (της Π.Δ.) η λέξη «Εκκλησία» δηλώνει και το περιούσιο λαό του Θεού, τον Ισραήλ. Στη Κ. Διαθήκη ο όρος «Εκκλησία» σημαίνει πλέον τη σύνταξη εκείνων που πιστεύουν στο Χριστό, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και ως βασιλεία, νύμφη, παστάς, άμπελος, λιμήν, πόλις, σύνοδος κ.λπ.
Παρ΄ όλα αυτά, η απόπειρα του να δοθεί ορισμός για το τι είναι Εκκλησία καθίσταται δυσχερέστατη αφού πρόκειται περί μυστηρίου. Και τούτο συμβαίνει γιατί η Εκκλησία έχει με αϊδιο τρόπο την αρχή της στο Τριαδικό Θεό, ενώ ταυτόχρονα είναι συνδεδεμένη μαζί του με μία σχέση αδιάσπαστη και άκρως αγαπητική. Ο ανθρώπινος νους δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει αυτή τη σχέση Θεού - Εκκλησίας γιατί είναι μία υπέρλογη πραγματικότητα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αισθανθεί εμπειρικά, πλησιάζοντάς την μέσα από τις περιγραφικές εικόνες που της αποδίδουν οι πατέρες της πίστης μας.
Ο απόστολος Παύλος στις Επιστολές του προς τους Χριστιανούς της Εφέσσου, της Κορίνθου, της Ρώμης και των Κολασαέων, παρουσιάζει την Εκκλησία με τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι το σώμα του Ιησού Χριστού που έχει ως κεφαλή αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μέλη αυτού του σώματος είναι όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι βρίσκονται σε οργανική σχέση και εξάρτηση τόσο προς τη κεφαλή τους, δηλ. το Χριστό, όσο και μεταξύ τους. Κοινός σκοπός των μελών της εκκλησίας είναι ο αγιασμός που συντελείται με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και με την έμπρακτη έκφραση της αγάπης στις μεταξύ τους σχέσεις.
β) Οι τρεις φάσεις της Εκκλησίας
Η αρχή της ύπαρξης της Εκκλησίας τοποθετείται πολύ πριν την ενανθρώπιση του Χριστού. Γι΄ αυτό οι άγιοι πατέρες ομιλούν περί τριών φάσεων της εκκλησιαστικής ύπαρξης. Στη πρώτη φάση τοποθετείται η αϊδιος και στο νου του Θεού προΰπαρξη της εκκλησίας και η επάνδρωσή της από τις αόρατες πνευματικές δυνάμεις δηλαδή στους αγίους αγγέλους.
Στη δεύτερη φάση τοποθετείται η χρονική περίοδος από τον Αδάμ μέχρι το Χριστό. Σε αυτή η εκκλησία ενσαρκώνεται στα πρόσωπα του Αδάμ και της Εύας που ζουν προπτωτικά σε μακαρία κατάσταση. Με τη πτώση των πρωτοπλάστων έχουμε και τη πτώση της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται στα πρόσωπα των Προφητών και γενικά των δικαίων της Π. Διαθήκης. Παρά την ύπαρξη της Εκκλησίας, έχει ακόμη δύναμη ο θάνατος και γι΄ αυτό ενώ οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης έφθαναν στη θέωση, παρ΄ όλα αυτά κατέβαιναν στον ’δη.
Στη τρίτη φάση ανήκει η χρονική περίοδος που ξεκινά με την ενανθρώπιση του Ιησού και καταλήγει στη συντέλεια των αιώνων. Με την ενανθρώπησή του ο Ιησούς ανέλαβε καθαρή και αμόλυντη ανθρώπινη φύση και την ένωσε με τη Θεότητά του. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η Εκκλησία λαμβάνει κεφαλή και γίνεται Σώμα Χριστού. Επιπλέον από την ημέρα της Πεντηκοστής οι άνθρωποι μπορούν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος να γίνονται μέλη του Σώματος του Χριστού και ταυτόχρονα ναοί του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό το λόγο κατά την Πεντηκοστή, η Εκκλησία από πνευματική γίνεται και σαρκική.
γ) Ιδιότητες της Εκκλησίας
Η Εκκλησία συγκεντρώνει τέσσερις ιδιότητες που την καθιστούν μοναδική μέσα στο κόσμο. Αυτές είναι: η ενότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα, η αποστολικότητα.
Ενότητα: Τούτη συνδέεται με το γεγονός ότι η κεφαλή της Εκκλησίας είναι μία δηλ. ο Χριστός. Εκείνος που την ζωωγονεί είναι το ’γιο Πνεύμα, ενώ η πρώτη και αρχική αιτία της είναι ο Πατέρας. Η ενότητα των τριών Θείων προσώπων αντανακλάται στην Εκκλησία, η οποία ενώ αποτελείται από πολλά μέλη, συνθέτει το ένα και αυτό σώμα του Χριστού. Επιπλέον η ενότητά της βασίζεται στη μία πίστη των μελών της. Οι πιστοί αποδέχονται τις Χριστιανικές αλήθειες ανεπιφύλακτα και αγωνίζονται να τις εφαρμόζουν καθημερινά στο βίο τους. Οποιαδήποτε απόκλιση από την κοινή πίστη αποτελεί διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας που οδηγεί στην απώλεια και το θάνατο. Το βάπτισμα είναι και εκείνο στοιχείο που εξασφαλίζει την ενότητα της Εκκλησίας. Μέσα από αυτό οι άνθρωποι πολιτογραφούνται ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, αναλαμβάνουν κοινό αγώνα για τη κατάκτηση της αγιότητας απαλλασσόμενοι από το προπατορικό αμάρτημα της παρακοής. Τέλος η Θεία ευχαριστία είναι και εκείνη στοιχείο το οποίο ενισχύει την ενότητα της Εκκλησίας. Το σώμα και το αίμα του Χριστού προσφέρεται και μεταδίδεται στους Πιστούς ενώνοντάς τους μυστικώς μεταξύ τους, αλλά και με το Θεό. Κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας η μεταξύ των πιστών ένωση που κοινωνούν από το κοινό ποτήριο καθίσταται εντονώτερη. Επιπλέον η Εκκλησία ταυτίζεται με τη Θεία ευχαριστία. Εκείνο που καθιστά την Εκκλησία να είναι το σώμα του Χριστού είναι η Ευχαριστία, η οποία είναι η «κοινωνία του σώματος» του Χριστού και η «κοινωνία του αίματος», διά του οποίου λυτρώνονται τα μέλη της Εκκλησίας. Ενώ τέλος μέσα από τη Θεία Ευχαριστία ενώνονται οι επί της γης πιστοί που αποτελούν τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας με τους κεκοιμημένους Χριστιανούς που συνθέτουν τη θριαμβεύουσα.
Αγιότητα
Η Εκκλησία είναι αγία γιατί έχει κεφαλή τον αναμάρτητο Θεάνθρωπο Ιησού και ψυχή το ’γιο Πνεύμα. Επιπλέον έργο της είναι ο διαρκής εξαγιασμός των πιστών. Το γεγονός ότι ο Ιησούς αποτελεί τη κεφαλή της Εκκλησίας καθιστά σαφές ότι η αγιότητά του διαχέεται και στα υπόλοιπα μέλη του σώματός του, τα οποία αποκτούν δυνατότητα βίωσής της χάρη στην διαρκή αγιαστική δράση του Αγίου Πνεύματος. Το ’γιο Πνεύμα εξαγιάζει τους πιστούς μέσα από τα Ιερά Μυστήρια. Η Θεία Ευχαριστία, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η Εξομολόγηση, το Ευχέλαιο, η Ιερωσύνη και ο Γάμος είναι επτά θεοδίδακτοι και θεοσύστατοιτρόποι με τους οποίους ξεκινά η αφθαρσία του κτιστού και η ανάδυση της καινούργιας ζωής, της διαφοροποιημένης προσωπικής υπόστασης, από τη μπλεγμένη στα δίχτυα του θανάτου ατομική επιβίωση. Αλλά για να έχουν εξαγιαστική δράση τα μυστήρια της εκκλησίας επάνω στα μέλη της, απαιτείται αγώνας από τα ίδια νίκης κατά των προσωπικών τους παθών και συμμόρφωσης με το Θείο θέλημα. Ωστόσο και στη περίπτωση που τα μέλη της Εκκλησίας εμμένουν στην αμαρτωλότητά τους, εκείνη δεν παύει να διατηρείται αγία, αφού αγία παραμένει πάντοτε και η κεφαλή της και άγιο το Πνεύμα που την εμψυχώνει. Γι΄ αυτό εξ΄ άλλου τα μέλη της αγωνίζονται διαρκώς να εξαγιάζονται, γιατί γνωρίζουν ότι η Εκκλησία είναι η πηγή της αγιότητος μέσα στην οποία βαπτίζονται καθημερινά.
Καθολικότητα
Η καθολικότητα της Εκκλησίας έγκειται στο ότι εκτείνεται σε όλες τις εποχές. Η ύπαρξή της ξεκινά πολύ πριν την ανθρώπινη δημιουργία και εκτείνεται απεριόριστα. Για εκείνη παύει να υφίσταται ο χρόνος με τις τρεις διαστάσεις του (παρελθόν, παρόν, μέλλον), γιατί ανακεφαλαιώνει και καθιστά καινά τα πάντα. Για την Εκκλησία τα μέλη της κινούνται και ζουν ήδη από τώρα τα εσχατολογικά γεγονότα της συνάντησής τους με τη Βασιλεία του Θεού και της μετοχής τους σε αυτήν. Η καθολικότητα της Εκκλησίας αφορά όλη την οικουμένη στην οποία απευθύνεται. Ο Κύριος στέλνει τους μαθητές του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη, τονίζοντας ακριβώς τη καθολικότητα και την ευρύτητα τη γεωγραφική των αποδεκτών του Χριστιανικού μηνύματος. Σε αυτόν το καθολικό χαρακτήρα του Ευαγγελίου στηρίζεται εξάλλου και η ιεραποστολική δράση της Εκκλησίας. Η καθολικότητά της αφορά και το πλήρωμα της αληθείας που η ίδια κατέχει. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού διασώζει την Ορθοδοξία. Σε αυτό το δύσκολο και ριψοκίνδυνο έργο, σημαντικό ρόλο παίζει το συνοδικό σύστημα που επικρατεί σε αυτήν. Οι σύνοδοι - οικουμενικές ή όχι - είναι εκείνες που πάντοτε, ιδιαίτερα όμως σε δύσκολους χρόνους αναταραχών, θεολογούν και διατυπώνουν τις αλήθειες που ζώσουν. Αυτό συμβαίνει γιατί οι σύνοδοι αποτελούν την αγωνία και την αιματηρή επίκληση της στρατευομένης Εκκλησίας προς το ’γιο Πνεύμα για φωτισμό και σωτηρία. Ενώ τέλος το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι η συνείδησή της που αποδέχεται και εγκρίνει ή απορρίπτει τις αποφάσεις των συνόδων.
Αποστολικότητα
Η Εκκλησία διατηρεί το χαρακτηριστικό της αποστολικότητας γιατί συνεστήθη από τον Ιησού Χριστό, ο οποίος απεστάλη από το Θεό Πατέρα στο κόσμο. Έπειτα ο Ιησούς απέστειλε τους μαθητές του στο κόσμο για να κηρύξουν το Ευαγγέλιό του. Οι μαθητές του οργάνωσαν τις τοπικές εκκλησίες χειροτονώντας επισκόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους χειροτονούσαν και χειροτονούν πρεσβυτέρους και διακόνους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο διασώζεται η αποστολική διαδοχή της εκκλησίας.
Αυτή η διαδοχή είναι κυρίως διάσωση της πληρότητας της εκκλησιαστικής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών με το Χριστό και μεταξύ τους μέσα από την ορθή πίστη, την αληθινή και σωτήρια διδασκαλία. Πρόκειται λοιπόν για διαδοχή και συνέχεια όλης της οικονομίας του Θεού, της υποστάσεως και ζωής της εκκλησίας, όλης της πληρότητας και της καθολικότητάς της.
Μέλη της Εκκλησίας
Την Εκκλησία την αποτελούν οι άγιοι άγγελοι, οι βαπτισμένοι Χριστιανοί που ζουν σε αυτό τον κόσμο, οι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί και εκείνοι που έζησαν πριν από την έλευση του Χριστού και αποδέχθηκαν το κήρυγμα του Θεανθρώπου στον ’δη. Οι άγιοι άγγελοι είναι ο πνευματικός κόσμος τον οποίο έπλασε ο Τριαδικός Θεός πρωτύτερα από οτιδήποτε άλλο. Οι άγγελοι αποτελούν και το πλήρωμα της πρώτης φάσης της εκκλησίας δηλ. της επουράνιας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μέλη και της εν χρόνω φανέρωσης εκκλησίας. Είναι κατ΄ εξοχήν λειτουργικά όντα, αφού έργο των θρόνων, των Χερουβείμ και των Σεραφείμ είναι ο Θεοπρεπής ύμνος του «γελ», έργο των Εξουσιών, των Κυριοτήτων και των Δυνάμεων είναι ο τρισάγιος ύμνος, ενώ των Αρχών, Αρχαγγέλων και Αγγέλων το «αλληλούϊα». Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι σε κάθε Θεία Λειτουργία παρίστανται και συμμετέχουν μυριάδες αγγέλων και χιλιάδες αρχαγγέλων.
Οι εν ζωή βαπτισμένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επίγειας Εκκλησίας. Αυτή ονομάζεται στρατευομένη γιατί βρίσκεται σε διαρκή πνευματικό αγώνα προκειμένου να εξαγιασθούν τα μέλη της και να αποκτήσουν τη κοινωνία με το Τριαδικό Θεό. Οι κεκοιμημένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επουράνιας Εκκλησίας. Αυτή αποκαλείται θριαμβεύουσα, γιατί έχει ολοκληρώσει το έργο της, έχει κερδίσει τη διαρκή παραμονή της κοντά στο Θεό και συγκροτεί πλέον κοινωνία αγίων δίχως το κίνδυνο της πτώσης. Μέλη της Εκκλησίας είναι και όσοι έζησαν κατά τρόπο δίκαιο και άγιο πριν την έλευση του Ιησού στο κόσμο. Αυτοί οι άνθρωποι παρέμεναν δέσμιοι του θανάτου μέχρι τη στιγμή που ο Θεάνθρωπος Ιησούς κατέβηκε στον ’δη μετά το σταυρικό του θάνατο και κήρυξε το Ευαγγέλιο και την Ανάστασή του. Από εκείνη ακριβώς την ώρα όλοι οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης καθίστανται μέλη της θριαμβεύουσας επουράνιας Εκκλησίας. Γι΄ αυτό η στρατευομένη Εκκλησία τιμά κατά τη Κυριακή προ της Γέννησης του Χριστού όλους όσους ευαρέστησαν το Θεό, από τον Αδάμ μέχρι τον Ιωσήφ το μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και σε άρρηκτη σχέση με τη θριαμβεύουσα. Σε κάθε Θεία Λειτουργία μνημονεύονται τα ονόματα των κεκοιμημένων όχι ως απλή αναφορά όσων απουσιάζουν, αλλά ως βεβαιότητα ότι είναι παρόντες και ότι η Εκκλησία ξεπερνά τις διαστάσεις του χρόνου βιώνοντας έντονα τη πορεία της προς τα έσχατα, δηλ. τη θέωσή της. Αλλά και η θριαμβεύουσα Εκκλησία πρεσβεύει στο Θεό για την στρατευομένη, ώστε να μπορεί και η ίδια να αντιμετωπίζει νικηφόρα τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και να κερδίσει την αγιότητα.
Λαός και Κλήρος
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός και Σώμα όλοι οι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, χωρίς καμμία διάκριση και δίχως άλλη διαβάθμιση. Η κεφαλή και το σώμα συνυπάρχουν, δεν υπάρχουν απλώς χωριστά. Μπορεί και πρέπει να διακρίνονται και να διαφοροποιούνται, αλλά ουδέποτε να αυτονομούνται και ν΄ ανταγωνίζονται, διαφορετικά οδηγούμαστε σε ακρωτηριασμό.
Κάθε βαπτισμένος Χριστιανός με το μυστήριο του Χρίσματος συμμετέχει στο τριπλό αξίωμα του Ιησού, δηλ. στο προφητικό, το ιερατικό και το βασιλικό. Αυτή η συμμετοχή όλων των Χριστιανών κληρικών και λαϊκών στο τριπλό αξίωμα του Ιησού τους δίνει τη δυνατότητα της προσωπικής σωτηρίας, αλλά τους υπογραμμίζει και την ανάγκη συνεργασίας για την πνευματική προκοπή όλου του εκκλησιαστικού Σώματος.
Προφητικό αξίωμα
Σε αυτό μετέχει ο άνθρωπος μέσα από το φωτισμό που λαμβάνει από το βάπτισμα και το χρίσμα. Παύει πλέον να ζει στο σκοτάδι και καλείται να ζήσει ως τέκνο φωτός στο κόσμο. Καθίσταται εικόνα και λόγος της παρουσίας του Θεού και της αγάπης του μέσα στο κόσμο. Γι΄ αυτό γίνεται πλέον ερμηνευτής και θεολόγος της Ιστορίας, ευαίσθητος και ανοιχτός στο Θείο θέλημα και στα σχέδια του Θεού για τους ανθρώπους. Η ενάσκηση τούτου του αξιώματος από τους λαϊκούς έχει να κάνει με τη διακονία τους αναλαμβάνοντας δράση ως ιεροκήρυκες, ως κατηχητές, ως ιεροψάλτες στο χώρο της ενορίας, ή ως ιεραπόστολοι για την ευρύτερη διάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος. Επιπλέον ως γονείς καλούνται να διδάσκουν τα παιδιά τους τις διδασκαλίες της πίστης τους, ενώ ως ενεργά μέλη της Εκκλησίας οφείλουν μέσα από τη συνειδητή συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή να μαρτυρούν έμπρακτα τις ορθόδοξες αλήθειες.
Αρχιερατικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε αυτό έγκειται στο ότι οι πιστοί βρίσκονται σε κοινωνία με το μεγάλο Αρχιερέα Ιησού και ανήκουν στην εκκλησία Του αποτελώντας το βασίλειον ιεράτευμα. Η ιερωσύνη των ανθρώπων αφορά το ότι στέκουν στο κέντρο του κόσμου και ευλογούν το Θεό γι΄ αυτό τον κόσμο, τον δέχονται από το θεό και τον επιστρέφουν εξαγιασμένο σε Εκείνον. Η ανθρώπινη ιερωσύνη έχει να κάνει με τη θυσία του είναι, αφού ο άνθρωπος σταυρώνει τον εαυτό του, θυσιάζεται και τελικά μεταμορφώνεται σε μία διαρκή επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τους αδελφούς του και για όλη τη δημιουργία. Γι΄αυτό η συμμετοχή των λαϊκών στη Θ. Λειτουργία και γενικότερα στη Θεία Λατρεία είναι απαραίτητη. Ο Ιερέας δεν μπορεί μόνος να τελέσει τίποτε. Τα πάντα γίνονται με την σύμπραξη και τη συνλειτουργία των λαϊκών και των κληρικών. Οι αιτήσεις προς το Θεό αφορούν το «εμάς». Τούτο συμβαίνει γιατί όλα τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην Αρχιερωσύνη του Χριστού, οι μεν λαϊκοί κατά τρόπο γενικό, οι δε κληρικοί μέσα από το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης.
Βασιλικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε τούτο το αξίωμα ξεκινά από το ότι οι πιστοί είναι μέλη τους σώματος του Βασιλέως Χριστού και αποτελούν τους μελλοντικούς συγκληρονόμους του στη βασιλεία των ουρανών. Αυτό το αξίωμα δεν έχει καμία σχέση με τη κατακυρίευση, τη βία, ή άλλες κοσμικές πραγματικότητες. Εκφράζεται με τη πατρότητα, την αγάπη, την εργασία και το πόνο. Εδώ παλεύει ο άνθρωπος με την ίδια του τη φύση, με την ανταρσία της για να γίνει μέτοχος στη ζωή του Θεού.
Καλείται λοιπόν να ταπεινώνεται και να βρίσκει μέσα σε αυτή τη ταπείνωση τη πληρότητά του. Η βασιλική ιδιότητα του ανθρώπου είναι διπλή. Πρώτα να είναι άρχοντας της κτίσης και έπειτα κύριος του εαυτού του νεκρώνοντας τα πάθη του. Επιπλέον ασκώντας ο λαϊκός το βασιλικό του αξίωμα μετέχει ενεργά στις αποφάσεις της ενορίας του ως μέλος του Δ.Σ. του ναού του, δραστηριοποιείται σε ομάδες αγάπης, ανέγερσης πνευματικών κέντρων, εκφράζει ως μέλος της εκκλησιαστικής συνείδησης την συμφωνία του ή τη διαφωνία του απέναντι σε αποφάσεις κληρικών, επιλέγει τους ποιμένες του φωνάζοντας «άξιος» κατά τη χειροτονία τους και γενικότερα παίζει ενεργό ρόλο στο διοικητικό έργο της Εκκλησίας.
Όλα τούτα δείχνουν πως οι λαϊκοί δεν είναι απλοί παθητικοί θεατές των τελουμένων και διαδραματιζομένων από τους κληρικούς, αλλά γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν.
Cur Deus Homo?
Το κίνητρο της ενανθρωπήσεως
Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Aρτος Ζωής, Β΄ εκδ. Αθήνα 1989, σελ. 33-42, μτφρ. Σταμ. Χατζησταματίου
Ἐγώ εἰμί τό ἄλφα καίι τό ὦ» (’ποκ. 1, 8)
1. Το χριστιανικό μήνυμα ήταν από την πρώτη του αρχή το μήνυμα της Σωτηρίας. Γι' αυτό και ο Κύριος μας εμφανιζόταν κατά κύριο λόγο σαν ο Σωτήρας που λυτρώνει το λαό Του από τα δεσμά της αμαρτίας και της φθοράς. Το ίδιο το γεγονός της ενανθρωπήσεως η πρωτο- χριστιανική θεολογία το ερμήνευε συνήθως μέσα στην προοπτική της απολυτρώσεως. Οι εσφαλ- μένες αντιλήψεις περί του Προσώπου του Χριστού, που έπρεπε να πολεμήση η Πρώτη Εκκλησία, κατεδικά- ζοντο και απεκρούοντο, ακριβώς επειδή έτειναν να υπονομεύσουν την αλήθεια του γεγονότος της ανθρώπινης λυτρώσεως. Ήταν από όλους παραδεκτό ότι το νόημα της Σωτηρίας δεν ήταν άλλο από το ότι η στενή κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου αποκαταστάθηκε, πράγμα που σημαίνει ότι ο Λυτρωτής έπρεπε να ανήκη και στα δύο μέρη, να είναι δηλ. ταυτόχρονα θείος και ανθρώπινος, γιατί διαφορετικά η διακοπείσα κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν θα μπορούσε να αποκατασταθή. Αυτή ήταν η κύρια γραμμή των επιχειρημάτων όχι μόνο του Αγ. Γρηγορίου του Ναζιανζηνού κατά των Αρειανών στην αναίρεσι του Απολλιναρισμού, αλλά και άλλων συγγραφέων τοϋ Δ' και Ε' αι.: «Ὁ δε ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται» (1) . Η λυτρωτική όψις της ενανθρωπήσεως και η περιχώρησις των φύσεων τονίσθηκαν με έμφασι από τους Πατέρες. Σαν σκοπός και αποτέλεσμα της ενσαρκώσεως ωρίσθηκαν ακριβώς η Απολύτρωσις του ανθρώπου και η αποκατάστασίς του στην προπτωτική κατάστασι που χάθηκε με την πτώσι και την αμαρτία. Η αμαρτία του κόσμου καταργήθηκε και διώχθηκε από τον ενανθρωπήσαντα, που μόνο αυτός, όντας θείος συνάμα και ανθρώπινος, μπορούσε να κάνη κάτι τέτοιο. Από τ' άλλο μέρος, θάταν άδικο να ισχυρισθή κανείς ότι οι Πατέρες θεωρούσαν το λυτρωτικό αυτό σκοπό σαν τη μόνη αιτία Ένσαρκώσεως, έτσι που η Ενανθρώπησις να μπορούσε να μην είχε γίνει ποτέ, αν δεν είχε αμαρτήσει ο άνθρωπος. Ουδέποτε έθεσαν οι Πατέρες το ερώτημα κατ' αυτόν τον τρόπο. Το θέμα του εσχάτου κινήτρου της ενανθρωπήσεως δεν συζητήθηκε ποτέ επίσημα στην Πατερική εποχή. Το πρόβλημα της σχέσεως του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως και του αρχικού σκοπού της Δημιουργίας δεν το έθιξαν σαν πρόβλημα ούτε μια φορά οι Πατέρες, και δεν το επεξεργάσθηκαν συστηματικά. «Ίσως είναι αλήθεια να πη κανείς ότι η σκέψις για μια ενσάρκωσι ανεξάρτητη από την πτώσι εναρμονίζεται με τη γενική κατεύθυνσι της Ελληνικής Θεολογίας. Μερικές πατερικές φράσεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έγινε πραγματικά μια τέτοια σκέψις, εδώ ή εκεί, που ίσως και να συζητήθηκε» (2). Οι πατερικές αυτές φράσεις συγκεντρώθηκαν και εξετάσθηκαν αρκετές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, αφού μπορούμε να παραπέμψουμε στους ίδιους αυτούς πατέρες, προκειμένου και περί του αντιθέτου. Δεν είναι αρκετό να μαζεύουμε χωρία βγάζοντας τα από τη συνάφεια τους και αγνοώντας το σκοπό, συχνά πολεμικό, για τον όποιο γράφθηκε καθένα απ' αυτά τα κείμενα. Πολλές από εκείνες τις «πατερικές φράσεις» είναι περικοπές περιπτωσιακές, που δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε παρά μόνο με μεγάλη περίσκεψι και προσοχή. Το σωστό τους νόημα εξακριβώνεται μόνο, αν τις διαβάσουμε στη συνάφεια τους, δηλ. μέσα στην προοπτική της σκέψεως του κάθε συγγραφέως.
2. Ο Rupert του Deutz (†1135) φαίνεται νάναι ο πρώτος απ' τους θεολόγους του Μεσαίωνος, που διετύπωσε το πρόβλημα περί του κινήτρου της ενανθρωπήσεως. ’ποψίς του ήταν ότι η Ένσάρκωσις ανήκε στο αρχικό σχέδιο της Δημιουργίας και επομένως ήταν ανεξάρτητη από την Πτώσι. Η ενσάρκωσις, κατά την ερμηνεία του, ήταν το αποκορύφωμα του αρχικού σκοπού της Δημιουργίας, ένας αυτοσκοπός και όχι απλό φάρμακο της αποτυχίας του ανθρώπου (3). Ο Η onorius του Α utum (γ. 1152) είχε την ίδια γνώμη (4). Οι μεγάλοι δάσκαλοι του ΙΓ' αι. σαν τον Α lexandre του Η ales ή τον Αλβέρτο το Μέγα δέχονταν την ιδέα για μια Ενσάρκωσι ανεξάρτητη από την Πτώσι σαν τη βολική λύσι του προβλήματος (5). Ο Duns Scotus (1266-1308) επεξεργάσθηκε αυτή την άποψι με μεγάλη επιμέλεια και συνέπεια λογική. Γι' αυτόν η E νσάρκωσις ξέχωρα από την Πτώσι δεν ήταν απλώς μια πολύ βολική υπόθεσις, αλλά πολύ περισσότερο μια απαραίτητη δογματική προϋπόθεσις. Η Ενανθρώπησις του Υιού του Θεού ήταν αυτός ο ίδιος ο σκοπός ολόκληρης της Δημιουργίας. Διαφορετικά, σκεφτόταν, αυτή η υπέρτατη πράξις του Θεού θάταν απλώς τυχαία και «περιπτωσιακή». « Ι tem, si lapsus esset causa praedestinationis Christi, sequeretur quod summum opus Dei esset occasionatum tantum, quia Gloria omnium non erit tanta intensive quanta erit Christi» και «quod tantum opus dimisisset Deus propter bonum factum Adae, puta, si non peccasset, videtur valde irrationabile». Όλο το πρόβλημα για τον Duns Scotus ήταν η σειρά του θείου « praedestinatio » σκοπού, δηλ. η σειρά των σκέψεων που ακολούθησε η θεία απόφασις περί της Δημιουργίας. Ο Ενανθρωπήσας Χριστός ήταν το πρώτο μέλημα της δημιουργικής βουλής του Θεού· όλα τα άλλα δημιουργήθηκαν χάριν Εκείνου. « Incarnatio Christi non fuit occasionaliter praesiva , sed sicut finis immediate videbatur a Deo ab aeterno , ita Christus in natura humana , cum sit propinquior fini , ceteris prius paedestinabatur loquendo de his quae praedestinatur ». Η σειρά αυτή των «σκοπών» και των «προβλέψεων» ήταν οπωσδήποτε λογική. Η κύρια έμφασις του Duns Scotus είναι στην άνευ όρων πρωτογενή απόφασι του Θεού περί της Ενσαρκώσεως, τοποθετημένη μέσα στην όλη προοπτική της Δημιουργίας (6). Ο Ακινάτος (1224 - 1274) επίσης συζήτησε το πρόβλημα σε μεγάλη έκτασι. Έβλεπε ότι όλο το βάρος των επιχειρημάτων ήταν υπέρ της γνώμης ότι « nihilominus Deus incarnates fuisset », ακόμη και ανεξάρτητα από την Πτώσι, παρέπεμπε μάλιστα στη φράσι του Αυγουστίνου: « alia sunt cogitanda in Christi incarnatione praeter absolutionem a peccato » ( De Trinitate Χ II Ι, 17). Δεν μπορούσε όμως ο Ακινάτος να βρη ούτε στη Γραφή ούτε στα συγγράμματα των Πατέρων καμμιά σίγουρη μαρτυρία για αυτήν την ανεξάρτητη από την Πτώσι Ενσάρκωσι, κι' έτσι, λοιπόν, έφτασε να πιστεύη ότι δεν θα είχε σαρκωθή ο Υιός του Θεού, αν δεν είχε αμαρτήσει ο άνθρωπος: « quanquam Deus peccato non existente potuerit , incarnari , convenientius tamen dicitur quod , si homo non peccasset , Deus incarnates non fuisset , cum in S . Scriptura ubique Incarnationis ratio ex peccato primi hominis assignetur ». Το ανεξιχνίαστο αυτό μυστήριο της θείας βουλής δεν μπορεί να το κατανόηση ο άνθρωπος, παρά μονάχα αν τούτο μαρτυρείται σαφώς μέσα στην Αγία Γραφή, nisi quatenus in S . Scriptura traduntur , ή, όπως λέει αλλού ο Ακινάτος, nisi in quantum nobis innotescunt de auctoritate sanctorum , quibus Deus suam volutatem revelavit . Μονάχα ο Χριστός ξέρει τη σωστή απάντησι σ' αυτό το ερώτημα: quod hujus quaestionis veritatis solus Ille scire potest qui natus et oblatus est , quia voluit (7) . Ο Β onaventura (1221 - 1274) στα ίδια στρέφει την προσοχή μας. Αφού συγκρίνει τις δυο γνώμες, περί εξαρτήσεως ή μη της Πτώσεως - Ενσαρκώσεως, συμπεραίνει: « uterque etiam excitat animam ad devotionem secundum diversas considerationes : videtur autem primus modus magis consonari judicio rationis : secundus tamen , sicut apparet , plus consonant pietati fidei ». Πρέπει να βασισθή κανείς περισσότερο στις άμεσες μαρτυρίες της Γραφής, παρά στα επιχειρήματα της ανθρώπινης λογικής (8). Τον Dun Scotus γενικά ακολουθούσαν οι περισσότεροι Φραγκισκανοί Θεολόγοι, αλλά και πολλοί εκτός του τάγματος, όπως λόγου χάριν ο Dionysius Cathusianus, ο Gabriel Biel, ο John Wessel και στην εποχή της εν Τριδέντω Συνόδου, ο Giacomo Ν achianti, επίσκοπος της Chiozza ( Jacobus Ν aclantus ). Επίσης πολλοί από τους πρώτους Μεταρρυθμιστές σαν τον Α ndreas Osiander (9).
Η παραπάνω γνώμη πολεμήθηκε με πείσμα από άλλους, όχι μόνο αυστηρούς Θωμιστές, και γενικά όλο το πρόβλημα συζητήθηκε πάρα πολύ και από τους Καθολικούς και από τους Διαμαρτυρόμενους Θεολόγους του ΙΖ ' αι. (10). Μεταξύ των Καθολικών υπερμάχων της απολύτου Ενσαρκώσεως θα πρέπει να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τους Francois de Sales και Μ alebranche. Ο Malebranche επέμενε σταθερά στη μεταφυσική αναγκαιότητα της Ενσαρκώσεως, εντελώς ανεξάρτητα από την Πτώσι· ει δ' άλλως, έλεγε, δεν θα υπήρχε επαρκής λόγος ή σκοπός για την πράξι αυτής της ίδιας της Δημιουργίας (11) . Η συζήτησις συνεχίζεται ακόμη ανάμεσα στους Ρωμαιοκαθολικούς Θεολόγους, πολλές φορές με υπερβολική ζέσι και σθένος, χωρίς όμως το ζήτημα να κατασταλάζη κάπου οριστικά (12). Μεταξύ των Αγγλικανών τον περασμένο αιώνα, ο Επίσκοπος Westcott συνηγορούσε υπέρ του «απολύτου κινήτρου» στη θαυμάσια μελέτη του «Το Ευαγγέλιο της Δημιουργίας» (13). Ο αείμνηστος Πατήρ Sergius Bulgakov υποστήριζε σθεναρά τη γνώμη ότι η Ενανθρώπησις πρέπει να θεωρηθή σαν απόλυτη απόφασις του Θεού, και προηγείται της καταστροφής της Πτώσεως (14).
3. Μέσα στην πορεία της μακραίωνης αυτής συζητήσεως έγινε μια αδιάκοπη έκκλησις στους Πατέρες. Είναι πολύ παράξενο εν τούτοις ότι το πιο σπουδαίο λήμμα μέσα στην ανθολογία των χωρίων παραθεωρήθηκε. Επειδή το ζήτημα του κινήτρου της Ενσαρκώσεως δεν εξετάσθηκε επίσημα στην εποχή των Πατέρων, τα περισσότερα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στη μεταγενέστερη συζήτησι δεν μπορούν να μάς οδηγήσουν σωστά (15). Ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662) φαίνεται ο μόνος Πατήρ που ενδιαφέρθηκε άμεσα για το πρόβλημα, αν και δεν το τοποθετή όπως οι μετέπειτα θεολόγοι της Δύσεως. Διεκήρυξε ότι η Ενσάρκωσις πρέπει να θεωρηθή σαν απόλυτος και πρωταρχικός σκοπός του Θεού στην πράξι της Δημιουργίας. Η φύσις της Ενανθρωπήσεως, της ενώσεως δηλ. της θείας μεγαλωσύνης με την ανθρώπινη αδυναμία, είναι οπωσδήποτε ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο, αλλά τουλάχιστο μπορούμε να συλλάβουμε ότι ο λόγος και ο σκοπός αυτού του υπέρτατου μυστηρίου ήταν, κατά τον Αγ. Μάξιμο, αυτή η ίδια η Ενσάρκωσις, και μαζί μ' αυτήν η δική μας ενσωμάτωσις στο Σώμα του Ενανθρωπήσαντος. Η φρασεολογία του Αγ. Μαξίμου είναι σαφής και καθαρή. Η «ξ' ερώτησις προς Θαλάσσιον» είναι ένα σχόλιο στο χωρίο Α' Πέτρου 1, 19-20: «ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Χριστοῦ, προεγνωσμένου μέν ἀπό καταβολῆς κόσμου». Ακολουθεί η ερώτησις, κι' ο Αγ. Μάξιμος, πρώτα συνοψίζει την αληθινή διδασκαλία περί του Προσώπου του Χριστού, και συνεχίζει: «τοῦτό ἐστί τό μακάριον, δι' ὅ τά πάντα συνέστησαν, τέλος. Τοῦτό ἐστί ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοοόμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντες εἶναι φαμεν, προεπινοούμενον τέλος, οὐ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα. Πρός τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν, τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστί τό τῆς προνοίας καί τῶν προνοουμένων, πέρας. Καθ' ὅ εἰς τόν Θεόν, ἡ τῶν ὑπ' αὐτοῦ πεποιημένων ἐστίν ἀνακεφαλαίωσις. Τοῦτό έστι τό πάντας συγγράφον τούς αἰώνας, καί τήν ὑπεράπειρον καί ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ Θεοῦ βουλήν ἐκφαίνον μυστήριον. Ἧς γέγονεν ἄγγελος αὐτός ὁ κατ' οὐσίαν τοῦ Θεοῦ λόγος γενόμενος ἄνθρωπος. Καί αὐτόν, εἰ θέμις εἰπεῖν, τόν ἐνδότατον πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητος φανερόν καταστήσας, καί τό τέλος ἐν αὐτῷ δεῖξας, δι' ὅ τήν πρός τό εἶναι σαφῶς ἀρχήν ἔλαβον τά πεποιημένα. Διά γάρ τόν Χριστόν, ἤγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες, καί τά ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τήν ἀρχήν τοῦ εἶναι καί τό τέλος εἰλήφασιν. Ἕνωσις γάρ προϋπενοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καί ἀοριστίας, καί μέτρου καί ἀμετρίας, καί πέρατος καί ἀπειρίας, καί κτιστοῦ καί κτίσεως, καί στάσεως καί κινήσεως. Ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθέντι γέγονε». Πρέπει να γίνη προσεκτική διάκρισις μεταξύ της αϊδιότητος του Λόγου εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος και της «οικονομίας» της Ενανθρωπήσεως Του. Η «πρόγνωσις» έχει ακριβώς σχέσι με την Ενσάρκωσι: «προεγνώσθη οὖν ὁ Χριστός, οὔχ ὅπερ ἦν κατά φύσιν δέ ἑαυτόν, ἀλλ' ὅπερ ἐφάνη κατ' οἰκονομίαν δι' ὑμᾶς γενόμενος ὕστερον» (Ρ G 90,621, 624). Ο «απόλυτος προορισμός» του Χριστού δηλώνεται με μεγάλη σαφήνεια (16). Αυτή η πεποίθησις βρίσκεται σε μεγάλη συμφωνία με τη γενική πορεία του θεολογικού συστήματος του Αγ. Μαξίμου· καταπιάνεται, μάλιστα, με το πρόβλημα σε πολλές περιπτώσεις στις απαντήσεις προς Θαλάσσιον και στο «Περί διαφόρων αποριών». Λόγου χάριν με αφορμή το χωρίο Εφεσίους 1,9 γράφει ο Αγ. Μάξιμος: «ἔδειξε καί ἡμᾶς ἐπί τούτου γεγενῆσθαι, καί ὑπό τῶν αἰώνων περί ἡμᾶς παντ' ἀγαθοῦ Θεοῦ σκοπόν» κτλ. (Περί διαφόρων αποριών, Ρ G 91, 1097). Από την ίδια του την καταβολή ο άνθρωπος προγεύεται στον εαυτό του «θείου τοῦ σκοποῦ τό μέγα μυστήριον», την έσχατη τελείωσι των πάντων εν τω Θεώ (Περί διαφόρων αποριών στ. 1305 εξ.). Όλη η ιστορία της Θείας Προγνώσεως διαιρείται κατά τον Αγ. Μάξιμο σε δύο μεγάλες περιόδους: η πρώτη κορυφώνεται στην Ενσάρκωσι του Λόγου, είναι η ιστορία της Θείας συγκαταβάσεως («ἐπί τῷ ἀνθρωπισθῆναι»). Η δεύτερη είναι η ιστορία της ανθρώπινης ανυψώσεως στη δόξα της Θεώσεως, μια προέκτασις, θα λέγαμε, της Ενσαρκώσεως σ' ολόκληρη τη Δημιουργία. «Διέλωμεν οὖν τῇ ἐπινοία τούς αἰώνας, καί ἀφορίσωμεν, τούς μέν, τῷ μυστηρίῳ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τούς δέ τῇ χάριτι τῆς ἀνθρωπίνης θεώσεως... καί συντόμως εἰπεῖν τῶν αἰώνων οἱ μέν τῆς τοῦ Θεοῦ πρός ἀνθρώπους εἰσι καταβάσεως, ο! δε της ανθρώπων προς Θεό ν ΰπάρχουσιν αναβάσεως. "Η μᾶλλον, ἐπειδή καί ἀρχή, καί μεσότης, καί τέλος πάντων ἐστί τῶν αἰώνων, τῶν δέ παρελθόντων καί ὄντων, καί ἐσομένων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός (Προς Θαλάσσιον περί διαφόρων απόρων της θείας γραφής 22, Ρ G 90, 317· πρβλ. Περί διαφόρων αποριών,Ρ G 91,1308 εξ.). Η εσχάτη τελείωσις, στα μάτια του Αγ. Μαξίμου, συνδέεται με την αρχική δημιουργική βουλή και το σκοπό του Θεού. Έτσι όλη του η θεώρησις είναι αυστηρά «Θεοκεντρική», αλλά και «Χριστοκεντρική» ταυτόχρονα. Τούτο όμως με κανένα τρόπο δεν συσκοτίζει τη θλιβερή πραγματικότητα της αμαρτίας, την έσχατη αθλιότητα της αμαρτωλής υπάρξεως. Τη μεγάλη έμφασι τοποθετεί ο Αγ. Μάξιμος επί της μεταστροφής και της καθάρσεως της ανθρωπίνης βουλήσεως, στον πόλεμο κατά των παθών και του κακού. Αλλά βλέπει αυτή την τραγωδία της Πτώσεως και της αποστασίας του κτίσματος μέσα στην ευρύτερη προοπτική του αρχικού σχεδίου της Δημιουργίας (17).
4. Ποιο είναι το βάρος της μαρτυρίας του Αγ. Μαξίμου; Ήταν κάτι παραπάνω από «προσωπική γνώμη»; Ποια είναι η αυθεντία τέτοιων «γνωμών»; Είναι ολοφάνερο ότι στο ερώτημα περί του πρώτου ή εσχάτου «κινήτρου» της Ενσαρκώσεως δεν μπορεί να δοθή παρά «υποθετική» η «τακτοποιούσα τα πράγματα» απάντησις. ’λλωστε πολλές δογματικές ρήσεις είναι υποθετικές ή «θεολογούμενα» (18). Τουλάχιστον φαίνεται πως η «υπόθεσις» περί μιας Ενσαρκώσεως ανεξάρτητης από την Πτώσι είναι επιτρεπτή μέσα στο σύστημα της Ορθοδόξου θεολογίας και ταιριάζει αρκετά καλά στην Πατερική διδασκαλία γενικά. Η ικανοποιητική απάντησις στο ερώτημα του «κινήτρου» της Ενσαρκώσεως μπορεί να δοθή μόνο σε συνάφεια με το γενικό περί της Δημιουργίας δόγμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Επιστ. 101, προς Κληδόνιον, PG 37, 181, 184.
2. Επισκόπου B. F. Westcott, «The Gospel of Creation», στο έργο The Epistles of St. John, The Greek Text with notes and essays, Τρίτη έκδοση, Macmillan 1892, σελ . 288.
3. Rupertus Tuitensis, De Gloria et honore Filii hominis super Matthaeum, lib. XIII, PL 168, ex. 1628: « Hic primum illud quaerere libet utrum iste Filius Dei, de quo hic sermo est, etiam si peccatum, propter quod omnes morimur, non intercessisset, homo fieret, an non. Nam de eo quod mortalis homo non fieret, quod mortale corpus non assumeret, nisi peccatum accidisset, propter quod et nos omnes facti summus mortales, nulli dubium est, nulli nisi infideli incognitum est. Illud quaerimus utrum hoc futurum, et humano generi aliquo modo necessarium erat, ut Deus homo fieret, caput et rex omnium, ut nunc est, et quid de hoc respondebitur». Κατόπιν ο Rupert αναφέρεται στον Αγ. Αυγουστίνο για τον αιώνιο προορισμό ( De Civitate Dei XIV 23). K αι συνεχίζει: Cum ergo de sanctis et electis omnibus dubium non sit, quod nanscituri forent omnes usque ad praefinitum numerum secundum propositum Dei, quo ante peccatum benedicens : « Crescite, ait, et multiplicamini », et absurdum sit putare, quod propter eos, ut nascerentur, peccatum necessarium fuerit, quod de isto capite, ex rege omnium electorum angelorum et hominum sentiendum, nisi quod et ipse maxime causam necessariam non habuerit ipsum peccatum, ut homo fieret ex hominibus delicias suae caritatis habiturus cum filiis hominum ». Πρβλ. επίσης De Glorificatione Trinitatis κλπ. lib III 20, PL 160 IX, στ. 72: « igitur probabillius hoc dicimus, quod non tam homo propter supplendum angelorum numerum quam et angeli et homines propter unum hominem Jesum Christum facti sunt, ut, quoniam unus idemque et Deis ex Deo natus erat, et homo nasciturus erat, haberet praeparatam ex utroque latere familiam... Antequam Deus quidquam faceret a princi p io, hoc erat in praeposito, ut Verbum Dei, Verbum Deus caro fierem, et in hominibus habitarem magna caritati et summa humilitate, quae verae deliciae sunt » ( αναφορά στο Παρ. 8,23).
4. Honorius Augustodensis, Libellus octo quaestionum de angelis et homine, cap. II, P L 172, στ. 1187-1188: «et ideo peccatum primi hominis non fuit, causa Christi incarnationis, sed potius fuit causa mortis et damnationis. Causa autem Christi incarnationis fuit praedestinatio humanae deificationis: ab aeterno quippe a Deo praedestinatum, ut homo deificaretur, dicente Domino: «Pater, dilexisti eos ante constitutionem mundi», subaudi, per me deificandos...opportuit ergo hune incarnari, ut homo posset deificari. Et ideo non sequitur, peccatum fuisse causam ejus incarnationis; sed hoc magis sequitur, peccatum non potuisse propositum Dei immutare de deificatione hominis. Siquidem auctoritas sacrae Scripturae et manifesta ratio declarat, Deum hominem assumpsisse etiam si homo nunquam peccasset».
5. Alexander Halensis, Summa theologica éd. ad. Claras Aquas, dist. III, qu. 3, m. 3. Albertus Magnus In III, 1 Sententiarum, dist. XX, art. 4, εκδ. Borgnet, τόμος 28, 361: «dicendum quod in hac quaestione solutio incerta est; sed quantum possum opinari, credo quod Filius Dei factus fuisset homo, etiamsi numquam fuisset peccatum».
6. Duns Scotus, Opus Oxoniense, III, dist. XIX, 8k8. Wadding, τόμος 7, σελ. 415 · πρβλ. Reportata Parisiensia, lib. III, dist. VII, qu. 4, schol. 2, εκδ. Wadding, τόμος 11, σελ. 451. «Dicotamen quod lapsus non sit causa praedestionis Christi, imo nec fuisset Ang e lus lapsus, nec homo, adhuc fuisset Christus sic praedestinatus; alii quam solus Christus. Illud probo, quia omnis ordinate voles primo vult finem, deinde immediatus illa, quae sunt fini immediatora; sed Deus est ordinatissime volens; igitur primo vult se, et pmnia intrinseca sibi: immediatus quantum ad extrinseca est anima Christi: igiturt ad quodcumque meritum et ante quodcumque demeritum, praevitum, praevidit Christum sibi esse uniendum in unitate suppositi... Primo est ordinatio et praedestinatio completa circa electos, quam aliquid fiat circa reprobos in actu secundo, ne aliquis gaudet ex perditione alterius. Quasi sibi sit lucrum : igitur ante lapsum praevisum, et ante omne demeritum, fuit totus processus praevisus de Christo...Dico igitur sic : primo Deus diligit se : secundo diligit se aliis, et iste est amor castus: tertio vult se diligi ab alio qui potest eum summe diligere, loquendo de amore alicuius extrinseci : et quarto praevidit unionem illius narurae, quae debet eum summe dillige,etsi nullus cecidisset ;... et ideo in quanto instanti vidit mediatorem venientem, passurum, ac redemptum populum suum et non venisset ut mediator, ut passurus, ut redempturus, nisi, aliquis prius peccasset, neque fuisset gloria carni dilata, nisi fuisset redimenda sed statim fuisset totus Christus glorificatus ». Ο ίδιος τρόπος σκέψεως στο Opus Oxoniense, dist. VII, qu. 3 scholium 3, Wadding 202- Βλ. P. Raymond, Duns Scot, στο «Dictionnaire de la Th éologie Catholique " v. 4. 1890-1891, και το άρθρο του Le motif de l'Incarnation : Duns Scott et l'Ecole scotiste στο «Etudes Franciscaines» 1912. Επίσης R. Seeberg, Die Theologie des Johannes Duns Scotus, Leipzig 1900 p.250.
7. Summa Theologica, IIIa, qu. I, art. 3, στη S ente nt, dist. I, qu. I, art 3.
8. Bonaventura, IIII Sentent., dist, I, qu. 2 ed. Lugduni 1668, p. 10-12.
9. Πρβλ. A. Michelé, Incarnation στο Dictionnaire de la Théologie Catholique, v. 7. 1495 εξ. -J. Wessel, De causis Incarnationis lib. Ii, c. 7, παραπομπή από το G. Vilmann, Die Reformatoren vor der Reformation, v. 2, Gotha 1866, p. 398 εξ. - Περί Naclantus βλ. Westcott, ε. Α. Σελ. 31 εξ.-Andreas Osiander, An Filius Dei fuit Incarnatus, si peccatum non invervenisset in mundum? Item de imagine Dei quid sit? Ex certis et evidentibus S. Scripturae testimonis et non ex philosophicis et hunmanae rationis copitationibus derompta explicatio, Monte Regia Prussiae 1550. Βλέπε I. A. Dorner, Entwicklungsges chichte der Lehre von der Person Christi, 2 e ed.1853, v. 2. p. 438&584. Otto Ritschl, Dogmengeschichte des Protestantismus, v. 2. Leipzig 1912, p. 462. Ο Καλβίνος έκρινε με σθένος τον Osiander στην Institutio, lib. ΙΙ, cap. 12, 4-7, ed. Tholuk I. P. 304- 309.
10. Βλέπε λόγου χάρη την μακρά συζήτησι στο Dogmata Theologica του L. Thomassin (1619-1995), v. 3, De Incarnatione Verbi, lib. II., cap. 5, t. II, ed. Niva, Parisiis 1866, p. 189- 249. O Thomassin απορρίπτει την θεωρία του Scotus σαν «παραίσθησι», που βρίσκεται φανερά σε αντίφασι με την μαρτυρία των Γραφὠν και την διδασκαλία των Πατέρων. Πραθέτει ένα ν μακρό κατάλογο Πατερικών χωρίων, κυρίως από τον Αγ. Αυγουστίνο. Ο Bellarmin (1542- 1621) απορρίπτει αυτήν την ιδά σε μια φράσι:" si enim Adam stetisset in ea innocentia, in qua conditus fuerat, sine dubitatione ulla, Dei fillius passus non fuisset ; fortasse etiam carnem assumpisset, ut ipse etiam Calvinus docet ", De Christo, lib. V, cap. 10, editio prima Romana, Romae 1832, v. 1,. p. 432. O Petravius (1583- 1652) λίγο ενδιαφέρθηκε για την συζήτησι: « haec quaestio fuse magnaque contentione disputatur in scholis, sed nos, altercatione semota, quae in antiquire Theologia hoc loco nulla est, paucis illam explanabimus ". Δεν υπάρχει μαρτυρία υπέρ αυτής της απόψεως στην παράδοσι και ο Petavius κάνει μερικές παραπομπές με το αντίθετο αποτέλεσμα, Opus de Theologicis Dogmatibus, τομ. 4, DeIncarnatione, lib. II, cap. XVII, 7-12, ed. Venetiis 1757, p. 95-96. Για τους Διαμαρτυρομένους βλέπε μια σύντομη συζήτησι στο John Gerhard, Loci Theologici, Locus Quartus, De Persona et Officio Christi, cap. 7., με αξιόλογες αναφορές στην προηγούμενη γραμματεία και μια ενδιαφέρουσα παράθεσι πατερικών χωρίων, εκδ. Preus, Berolini 1863, v. 1., p. 513- 514, και πιο εκτεταμένη συζήτησι αυτού από τον J. A. Quenstedt, Theologia Didactico - Polemica, sive Systema Theologicum, Wittenbergae 1691, Pars III, Membrum I, Sectio I, Quastio I, p. 108- 116. Από το άλλο μέρος ο Suarez (1548- 1617) υπεστήριξε μια συμβιβαστική άποψι, όπου οι δύο αντιμαχόμενες γνώμες μπορούν να διατηρηθούν συγχρόνως. Βλέπε τα σχόλιά του στη Summa, IIIa, Disput. IV, section 12, και ολόκληρη η Disp. Va. - Opera Omnia, ed. Berton, Parisiis 1860, p. 186- 266.
11. François de Sales, Traité de l'amour de Dieu, livre 4, ch. 4 και 5 στο «Oeuvres», εκδ. πλήρης, τ. 4., Annecy 1894, σελ.. 99 εξ. και 102 εξ. -Malebranche, Entretiens sur la Métaphysique et sur la Religion, έκδοσις κριτική από τον Armand Cuvillier, Paris 1948, τομ. 2, Entrettien IX, 6, σ. 14 : «Qui assurément 1'Incarnation du Verbe est le premier et le principal des desseins de Dieu ; c'est ce qui justifie sa conduite ;». Traité de la Nature et de la Grâce, Rotterdam 1712, Discours I, I, σελ. 2- Seconde Eclaircissement, σελ. 302 εξ. Reflexions sur la prémotion Physique, Paris 1715, σελ. 300 : «Il suit évidemment ce me semble, de ce que je viens de dire, que le premier et principal dessein de Dieu dans la création est l'Incarnation du Verbe : puisque Jésus - Christ est le premier en toutes choses...et qu'ainsi, quand 1'homme n' auroit point péché, le Verbe se ne seroit incarné». Πρβλ. σελ. 211 passim. Για περισσότερες βλέπε : J. Vidgrain, Le Christianisme dans la philosophie de Malebranche, Paris 1923 σελ. 99 H. Gouhier, La Philosophie de Malebranche et son Expérience Religieuse, Paris 1926, σελ. 22. J. Maydieu, La Création du Monde et l' Incarnation du Verbe dans la Philosophie de Malebranche, στο «Bulletin de Littérature Ecclésiastique», Toulouse 1935. - Αξίζουμε ν ' αναφέρουμε ότι και ο Leibniz θεωρούσε την Ενανθρώπισι σαν απόλυτο σκοπό μέσα στη δημιουργία· βλέπε αναφορές από τα ανέκδοτά του στον J. Baruz, Leibniz et l'organisation religieuse de la Terre, Paris, Alcan 1097, σελ. 273 - 274.
12. Η άποψις του Scotus αντιπροσωπεύεται από ένα Φραγκισκανό πατέρα Χρυσόστομο σε δύο έργα : (Christus Alpha et Oméga, seu de Christi universali regno, Lille 1910 ( χωρίς το όνομα του σγυγγραφέα ) και Le Motif de l'Incarnation et des principaux thomistes contemporains, Tours 1921 ( απάντησις στους επικριτές ), όπου συγκεντρώνει μια εντυπωσιακή παράθεσι πατερικών κειμένων. Την θωμιστική άποψι έδωσε ο πατήρ E. Hogon, Le Mystère de l'Incarnation, Paris 1913, p. 63 κ. ε και ο πατήρ Pau1 Gallier, S, J., De Incarnatione et Redemptione, Parisiis 1926. Βλέπε και του πατρός Hilair de Paris, Cur Deus Homo? Dissertatio de motivo Incarnationis, Lyon 1867 ( περιλαμβάνει ανάλυσι πατερικών κειμένων από Θωμιστική άποψι ). Πρβλ. και την εισαγωγή από το βιβλίο του Dr. Aloysius Spindler, Cur Verbum caro factum. Das Motiv der Menschwerdung und des Verhältnis der Erlösung zur Menschwerdung Gottes in den christologischen Glaubenskämpfen des vierten und fünften christlichen Jahrhunderts, Paderborn 1938, (« Forschungen zur Christlichen Literatur - und Dogmengeschichte», hrsg. von A. Ehrhard und Dr. J. P. Kirsch, v. 18, τευχ. 2.
13. B λέπε σημ. 2.
14. Sergius Bulgakov, Agnetz Bozhij, Paris 1933, σελ. 191 εξ. ( Ρωσικά ). Γαλλική μετάφρασις, Du Verbe Incarné, Paris 1943.
15. O Dr. Spindler στο βιβλίο που αναφέρουμε στη σημείωσι 12 είναι ο μόνος μελετητής του προβλήματος, που χρησιμοποιεί την κατάλληλη ιστορική μέθοδο στη χρήσι κειμένων.
16. Πρβλ. Hans Urs von Balthasar, Liturgie Cosmique : Maxime le Confesseur, Paris, Aubier, 1947, σελ. 204 - 205 : ο Πατήρ Balthasar αναφέρεται στην 50 Ερώτησι προς Θαλάσσιον και προσθέτει, ο Μάξιμος θα είχε πάρει το μέρος του Scotus στη συζήτησι των Σχολαστικών, αν και με καλύτερες προϋποθέσεις : Maxime du reste est totalement étranger au postulat de ce débat scholastique qui imagine la possibilité d' un autre ordre du monde sans péché et totalement irréel. Pour lui la «volonté préexistante» de Dieu est identique au monde des «idées» et de «possibles»: «l'ordre des essences et l'ordre des faits coïncident en ce point suprême ( στη Γερμανική έκδοσι, Kosmische Liturgie, σελ . 267 - 268). Βλέπε επίσης Dom Polycarp Sherwood, O. S. B., The Earlier Ambigua of Saint Maximus the Confessor and his réfutation of Origenism, Romae 1955 («Studia Anselmiana, τευχ. 26) κεφ. IV, Logos, σελ. 155 εξ .
17. Η καλύτερη έκθεσις της θεολογίας του Αγ. ΜΑξίμου είναι του S. Epiphanovich, ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής και η Βυζαντινή Θεολογία, Κίεβο 1915 (Ρωσικά)· πρβλ. και το κεφάλαιο περί του Μαξίμου στο βιβλίο μου, Οι Βυζαντινοί Πατέρες, Παρίσι 1933, σελ. 200-227 (Ρωσικά). Εκτός από το βιβλίο του πατρός von Balthasar, που εσημειώσαμε παραπάνω, μπορεί να συμβουλευθεί κανείς επωφελώς την «εισαγωγή» του DomPoly carp Sherwood στη μετάφρασί του « The Four Centuries on Charity » του Αγ. Μαξίμου, Ancient Christian Writers, Nr. 21, London και Westminster, Md., 1955.
18. Βλέπε τον ορισμό του Bolotov για τα «θεολογούμενα»: Thesen ü ber das « Filioque », πρώτη έκδοσις χωρίς το όνομα του συγγραφέα (« von einem Russichen Theologen »), στο « Revue Internationale de Th é ologie », τευχ. 24, Οκτ.- Δεκ. 1898, σ. 682: «Man kann mich fragen, was ich unter Theologumenon verstehe? Seinem Wesen nach ist es auch eine theologische Meinung, aber eine theologische Meinung derer welche für einen jeden «katholiken» mehr bedeuten als gewöhnliche Theologen; es sind die theologische Meinun-gen der hl.Vâter der einen ungeteilten Kirche ; es sind Meinungen der Männer unter denen auch die mit Recht οι διδάσκαλοι της Οικουμένης genannten sich befinden». Κανένα « θεολογούμενο » δεν μπορεί να απαιτήση κάτι περισσότερο από την « πιθανότητα » · κανένα « θεολογούμενο » δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ένα μπορούμε σαφώς να το αποφύγουμε με μια αυθεντική ή « δογματική » απόφασι της Εκκλησίας.
Topic: Ηθη και Εθιμα της περιοχης μας
Ημερομηνία: 2010-03-29
Θέμα: Σιατιστινά Έθιμα
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΚΛΑΔΑΡΙΑΣ
Το άναμμα της κλαδαριάς γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 23 Δεκεμβρίου και αποτελεί μια γραφική, γιορταστική εκδήλωση, αλλά και από τα χαρακτηριστικά έθιμα του δωδεκαημέρου της Σιάτιστα. Η Κλαδαριά γίνεται από ξερά χόρτα το λεγόμενο «Λόζιο» που τον μαζεύουν τα παιδιά από τα χωράφια ή αμπέλια αμέσως μετά τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου.
Ο Λόζιος φορτώνεται σήμερα στα αυτοκίνητα, ενώ παλιά στα ζώα και τοποθετείται σε μία αποθήκη (αχυρώνα) η οποία ανοίγει μόνο στις 23 Δεκεμβρίου για να ετοιμαστεί η κλαδαριά: Η κλαδαριά στη Σιάτιστα γίνεται κατά τον εξής τρόπο. Στη μέση της πλατείας κάθε γειτονιάς ανοόγεται από καιρό μια τρύπα βάθους 0,50-0,70 εκ του μέτρου. Μόλις φτάσει η 23 Δεκεμβρίου τοποθετείται και στερεώνεται σ’ αυτήν ένα χοντρό ξύλο στο «το βεργί» 4-5 μέτρα για να συγκρατεί τα ξερά χόρτα γύρω του.
Πάνω στην κορυφή του βεργιού δένουν ένα δεμάτι φανταχτερά ξερόχορτα που λέγεται «Φούντα» και κατόπιν στολίζουν την κλαδαριά. Στο διάστημα αυτό τα παιδιά κάνουν προστατευτικό κλοιό γύρω από την κλαδαριά και χτυπούν «Κουδούνια»(γκαβανούζες, τσιουκάνια, κυπριά κ.λ.π.).
Στη συνέχεια συγκεντρώνονται και παίρνουν θέσεις γύρω από την κλαδαριά γέροι, γριές, νέοι και νέες περιμένοντας το άναμμα με ανυπομονησία. Το βράδυ μόλις νυχτώσει ανάβουν οι κλαδαριές στις πλατείες της Σιάτιστας, παρουσία των τοπικών αρχών και πλήθους κόσμου, ενώ η τοπική μουσική παίζει διάφορα τραγούδια των καλάντων. Ένα ξέσπασμα χαράς αγκαλιάζει τις φλόγες με τραγούδια, χορούς και χτυπήματα κουδουνιών. Η φωτιά που φουντώνει, οι φλόγες της που υψώνονται λαμποκοπώντας, η ζεστασιά που απλώνεται γύρω ανάβουν το κέφι και τονώνουν τη διάθεση.
Όταν με το χαμήλωμα της φωτιάς αρχίζει να φαίνεται το «βεργί» οι πιο θαρραλέοι από τους νέους ορμούν να το ρίξουν κάτω. Αν το καταφέρουν θεωρούνται άξιοι για παντρειά και ακούν παινέματα και επευφημίες και αν αποτύχουν ακούν φράσεις ειρωνικές.
Ενώ τα τελευταία κλαδιά σιγοσβήνουν, άλλοι αποχωρούν στα σπίτια τους και άλλοι παρέες παρέες, γλεντούν σε κέντρα ή σπίτια μέχρι τις πρωινές ώρες.
ΣΟΥΡΟΥΒΑ
Στις 30 Δεκεμβρίου, η Σιάτιστα γιορτάζει τα Σούρουβα, ένα έθιμο πολύ παλαιό που προμηνύει κατά την παράδοση τον ερχομό του νέου χρόνου. Την ημέρα αυτή γίνεται άναμμα κλαδαριάς στην πλατεία Γεράνειας από τον Ιππικό Σύλλογο Σιάτιστας «Ο Άγιος Μόδεστος», επίσης άναμμα κλαδαριάς έχουμε και στη Γιάγκοβη από τον Σύλλογο Φιλίππων Φυσιολατρών Σιάτιστας.
ΣΙΑΤΙΣΤΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΣΙΑΡΙΑ
Οι εκδηλώσεις του Δωδεκαημέρου στο Δήμο Σιάτιστας κορυφώνονται με τα «Μπουμπουσιάρια» στις 5 και 6 Ιανουαρίου.
Την παραμονή των Φώτων, αργά το απόγευμα, οι μεταμφιεσμένοι (κυρίως γυναίκες) θα γλεντήσουν στην πλατεία Γεράνειας συνοδεία ορχήστρας με χάλκινα και με σιατιστινό κρασί και παραδοσιακούς μεζέδες που θα προσφέρει ο Ορειβατικός Σύλλογος Σιάτιστας «Ο Μπούρινος». Το ξεφάντωμα θα συνεχιστεί στα καταστήματα της πόλης μέχρι τα ξημερώματα της επομένης.
Ανήμερα των φώτων στις 1:30 το μεσημέρι οι παρέες των μεταμφιεσμένων θα συγκεντρωθούν στην πλατεία Γεράνειας.
Στις 2:00 μ.μ. θα ξεκινήσει η μεγάλη παρέλαση από την πλατεία Γεράνειας. Τα «Μπουμπουσιάρια» θα διασχίσουν την πόλη και θα καταλήξουν στην πλατεία της Χώρας, όπου και θα γίνει η τελική αξιολόγηση για τη βράβευση των καρναβαλιών.
Εκεί ο χορός θα συνεχιστεί και όλος ο κόσμος θα συμμετέχει στο γλέντι.
2. Στη Σιάτιστα τα καρναβάλια τα λένε μπουμπουσιάρια και είναι το έθιμο που γιορτάζεται τα Θεοφάνια.
Οι Σιατιστινοί μεταμφιέζονται ακολουθώντας πρωτότυπους προσωπικούς συνδυασμούς ρούχων και γλεντούν. Συνήθως δημιουργούνται παρέες μεταμφιεσμένων, που η καθεμία έχει τη δική της ομάδα παραδοσιακών μουσικών. Το χαρακτηριστικό Σιατιστινό τραγούδι είναι ο Αη Βασιλιάτικος:
Τι 'χα γω και σ' αγαπούσα κι δεν κάθουμαν καλά,
να 'χου ζάλη στο κεφάλι, δυο μαχαίρια στην καρδιά….
Την παραμονή των Θεοφανίων όλες οι γυναίκες μεταμφιεσμένες μετέχουν στα ολονύκτια γλέντια που γίνονται στα σπίτια και τα κέντρα της πόλης. Τη μέρα των Θεοφανίων πραγματοποιείται παρέλαση μεταμφιεσμένων στον κεντρικό δρόμο που ξεκινάει από την πλατεία της Γεράνειας και καταλήγει στην πλατεία της Χώρας Τρία Πηγάδια, όπου και αρχίζει το γλέντι.
Η μεταμφίεση πάντα σατιρίζει καλοπροαίρετα την επικαιρότητα ή δημόσια πρόσωπα και καταστάσεις προκαλώντας άφθονο γέλιο. Οι καλύτερες μεταμφιέσεις ατόμων ή ομάδων βραβεύονται από τη ΔΕΠΠΤΑΣ (Δημοτική Επιχείρηση Περιβάλλοντος Πολιτισμού Τουρισμού και Αθλητισμού Σιάτιστας).
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΗ ΣΙΑΤΙΣΤΑ
Η γιορτή της Παναγίας στη Σιάτιστα είναι μοναδική.
Το έθιμο των καβαλάρηδων προσκυνητών έρχεται από την τουρκοκρατία, όταν αποτελούσε μια ευκαιρία στους σκλαβωμένους να δείξουν τη λεβεντιά και τον πόθο τους για λευτεριά.
Στις 14 και 15 Αυγούστου όλη η Σιάτιστα δονείται στους ρυθμούς των χάλκινων και του ασταμάτητου γλεντιού.
Την παραμονή της γιορτής οι πλατείες Χώρας, Γεράνειας, Δημαρχείου και η γειτονιά του Μπούνου συγκεντρώνουν τις παρέες των καβαλάρηδων, οι οποίοι παρασύρουν Σιατιστινούς και επισκέπτες στο γλέντι.
Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, οι καβαλάρηδες ξεκινούν το πρωί για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας στο φερώνυμο Μοναστήρι που βρίσκεται στο Μικρόκαστρο.
Το μεσημέρι οι παρέες των καβαλάρηδων με τα καταστόλιστα άλογα μπαίνουν επιβλητικά στη Σιάτιστα και στην πλατεία της Χώρας τους επισκέπτονται αρχές και λαός.
Το γλέντι συνεχίζεται στις πλατείες της Χώρας και της Γεράνειας, στην πλατεία του Δημαρχείου, αλλά και στις γειτονιές της Σιάτιστας μέχρι αργά το βράδυ.
Ημερομηνία: 2010-03-29
Θέμα: Απάντηση:Σιατιστινά Έθιμα
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΣΙΑΤΙΣΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΒΑΛΑΡΗΔΕΣ
Ένα από τα γραφικότερα έθιμα που παραμένει αναλλοίωτο απ' τη φθορά του χρόνου και αποτελεί ένα πολύτιμο στοιχείο της πολιτιστικής ταυτότητας της Σιάτιστας είναι το έθιμο των καβαλάρηδων.
Η Σιάτιστα πανηγυρίζει την γιορτή της Παναγίας στο Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που βρίσκεται στο χωριό Μικρόκαστρο 12 χιλ. Δυτικά της Σιάτιστας. Στο Μοναστήρι αυτό του Μικροκάστρου φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα τής Παναγίας της Ελεούσας που πλέει μέσα στο ασήμι. Στο πανηγύρι αυτό έρχονται προσκυνητές απ' όλη τη Δυτική Μακεδονία.
Με σεβασμό στην παράδοση, λεβεντιά και μεγαλοπρέπεια η γιορτή της Παναγίας στη Σιάτιστα γιορτάζεται με ξεχωριστό τρόπο.
Όλο το χρόνο οι καβαλάρηδες έχουν το μυαλό τους στην ημέρα αυτή. Από τις πρώτες όμως ημέρες του Αυγούστου οι προετοιμασίες εντείνονται. Περιποιούνται τα ζώα τους, τα κρατούν ξεκούραστα, καθαρά και καλοταϊσμένα για την επίσημη μέρα. Όσοι φυσικά δεν έχουν δικά τους, φροντίζουν από νωρίς να καπαρώσαυν και να νοικιάσουν. Μέρες πριν απ' το πανηγύρι αρχίζει μια κεφάτη και χαρούμενη προετοιμασία, η οποία μεταδίδεται σε όλους τους οικείους και συγγενείς που έχουν καβαλάρη. Θα πεταλωθούν τα ζώα, θα καθαριστούν και θα γυαλιστούν τα μπρούτζινα στολίδια και τα σπιρούνια. Θα περαστεί ειδικό λάδι και κερί σε όλα τα δερμάτινα εξαρτήματα του αλόγου όπως η σέλα, ίγκλα, κουσκούνι, γκέμια, λουριά που στηρίζονται τα ζιγκιά κ.α., για να είναι καθαρά και μαλακά. Θα γυαλιστούν οι χάνδρες και τα ρουμπίνια απ' τα γιορντάνια (περιλαίμια), τα χαμαϊλιά καθώς και τα μπρούτζινα στρόγγυλα κουδουνάκια που φοριούνται στο λαιμό του αλόγου. Άλλα στολίδια όπως κορδόνια με ποικιλόχρωμες φούντες, καθρέφτες και ουρά ασβού που πέφτουν στο μέτωπo του ζώου για να μην ματιάζεται.
Την παραμονή, η αρραβωνιασμένη στέλνει στον αρραβωνιαστικό της άσπρο μαξιλάρι κεντημένο με δαντέλα που μπαίνει πάνω απ' τη φλοκάτη, κουλούρα ζυμωτή στολισμένη με ξεφλουδισμένα αμύγδαλα σε διάφορα σχέδια, κεφτέδες, τυρί, κοτόπουλο ψητό και γεμιστό και παλιό σιατιστινό κρασί. Οι πιο τολμηροί και μερακλήδες πηγαίνουν στο ποτάμι του Αλιάκμονα στη θέση Πασσά Γεφύρι όπου υπάρχει μέρος πλωτό με βαθιά νερά, βάζουν τα άλογα να κολυμπούν, τα πλένουν και όπως είναι μουσκεμένα, πλέκουν την ουρά και τη χαίτη πλεξούδες ώστε με το ξετύλιγμα να φουντώσει και να γίνει σγουρή.
Παράλληλα με τις προετοιμασίες οργανώνονται και οι παρέες. Κάθε παρέα προσπαθεί με κάθε τρόπο να έχει δικό της χαρακτήρα, για να ξεχωρίζουν φίλοι και αχώριστοι να είναι. Αν ανήκουν σε διαφορετικές παρέες, εκείνη την ημέρα χωρίζουν και κάθε ένας πηγαίνει με την παρέα του. Κάθε παρέα έχει τον αρχηγό της, ο οποίος θα φροντίσει για το καπάρωμα της μουσικής, την φιλοξενία της, γιατί συνήθως οι μουσικοί είναι ξένοι, δεν επαρκούν οι ντόπιες κομπανίες. Η οργάνωση της παρέας καθώς και η συγκέντρωση γίνεται στο σπίτι του αρχηγού, από όπου ξεκινούν για το πανηγύρι.
Ξημερώνει η μέρα της Παναγίας. Το εγερτήριο γίνεται απ' το χλιμίντρισμα των αλόγων: Χαράματα αρχίζει το στόλισμα. Σελώνουν το άλογο, ξετυλίγουν την ουρά και τη χαίτη που ως τώρα είχαν πλεξούδα για να δείχνει σγουρή και φουντωτή, και τη στολίζουν με χρωματιστές κορδέλες. Σκεπάζουν τη σέλα με κόκκινη άλικη φλοκάτη, ρίχνουν πάνω ένα άσπρο μαξιλάρι κεντημένο και το στερεώνουν στη μέση του αλόγου με δερμάτινη ίγκλα.
Βάζουν μετά όλα τα απαραίτητα στολίδια, γιορντάνια, χαμαϊλιά, κουδουνάκια, καπίστρι ρουμπινένιο με oυρά ασβού στο μέτωπο του αλόγου και τα κεντημένα χαλινάρια. Απαραίτητο δε συμπλήρωμα του στολισμού είναι τα λουλούδια της εποχής, ζουκούμια και λιοβότανα.
Αφού ντυθούν και οι ίδιοι μερακλίδικα με τις όμορφες φορεσιές στη μέση, το ζωνάρι και στο λαιμό μεταξωτό μαντήλι πού πέφτει τριγωνικά πίσω στην πλάτη, πλεκτό γκορμπάτσι (μαστίγιο) επιδέξια πλεγμένο και την τσότρα με το κρασί κρεμασμένη στον ώμο, ανεβαίνουν στα άλογα.
Μπροστά τα όργανα και πίσω οι καβαλάρηδες βγαίνουν απ' τα σοκάκια οι παρέες στον κεντρικό δρόμο και στη συνέχεια ακολουθώντας το μονοπάτι που έχουν χαράξει οι παππούδες πάνω απ' τα βουνά, Καστράκι και Χαϊρι περνώντας μέσα απ' το Μικρόκαστρο φτάνουν στο Μοναστήρι, ξεπεζεύουν και αφού αποδώσουν τον υπέρτατο φόρο τιμής και προσήλωσης στην Μεγαλόχαρη, ξαναπαίρνουν το δρόμο της επιστροφής για τη Σιάτιστα. Στο μικρό εκκλησάκι του Προφήτου Ηλία Μικροκάστρου οι καβαλάρηδες σταματούν για λίγο να ξεκουραστούν κάτω από τις αιωνόβιες σκιερές βαλανιδιές. Εκεί ταίζουν και περιποιούνται τα ζώα τους και στρώνουν στο τραπέζι τους το μενού της ημέρας που είναι τούρτες (ψωμιά) στολισμένες με ξεφλουδισμένα αμύγδαλα, κεφτέδες, τυρί, κοτόπουλα γεμιστά και παλιό σιατιστινό κρασί που φυλάγεται στις στολισμένες τσότρες (μπούκλες). Όλα αυτά οι καβαλάρηδες τα έχουν στα δισάκια τους που είναι κρεμασμένα στο πίσω μέρος της σέλας και σκεπασμένα με τις κόκκινες φλοκάτες για να μην φαίνονται. Και ενώ απολαμβάνουν το γεύμα τους, η μουσική κάθε παρέας παίζει επιτραπέζιους παραδοσιακούς ήχους.
Κατά το μεσημέρι ετοιμάζονται να πάρουν το δρόμο της επιστροφής για την θριαμβευτική τους είσοδο στη Σιάτιστα. Ακολουθούν πάλι το μονοπάτι που είναι χαραγμένο στην πλαγιά του βουνού Χαϊρι.
Η μία ομάδα ακολουθεί την άλλη. Τα άλογα ένα ένα αραδιάζονται στην πλαγιά του βουνού, περπατούν καμαρωτά κι ανάμεσά τους και κανένα γαϊδουράκι που συνήθως έχουν μικρά παιδιά που ακολουθούν τις παρέες. Εν τω μεταξύ στη διαδρομή αυτή οι καβαλάρηδες αλλάζουν τις τσιότρες με το κρασί και πίνουν, και οι πιο παλιοί τραγουδούν τραγούδια που δένουν με την περίπτωση. Ήμουν μικρός όταν στην διαδρομή αυτή άκουσα για πρώτη φορά το τραγούδι αντά μουν παληκάρι δικουχτώ χρουνών. Το τραγουδούσε ένας παππούς μερακλής σ' ένα ψαρή άλογο αραβανίσιο ...
Οι Αρχές του τόπου και πολύς κόσμος περιμένουν και υποδέχονται τους καβαλάρηδες στην είσοδο της πόλεως στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Οι πιο ανυπόμονοι όμως κάτοικοι βγαίνουν και υποδέχονται τους πανηγυριώτες στη θέση "ντουλάπι εικονοστάσι" για να απολαύσουν και το καταπληκτικό θέαμα, όταν τ' άλογα είναι αραδιασμένα ένα ένα στην πλαγιά του βουνού.
Αφού συγκεντρωθούν όλες οι ομάδες των καβαλάρηδων, σχηματίζεται πομπή. Μπροστά τα όργανα από κάθε παρέα. Κατά την διάρκεια της πομπής γίνεται επίδειξη δεξιοτεχνίας των καβαλάρηδων, ανταλλάσσονται οι τσότρες στον αέρα και φθάνουν στην πλατεία της Χώρας όπου οι κάτοικοι και επισκέπτες τους υποδέχονται πανηγυρικά.
Ακολουθούν παραδοσιακοί χοροί από τους καβαλάρηδες καθώς και απ' όλους τους παρευρισκόμενους ντόπιους και ξένους, μικροί και μεγάλοι, νέοι και παιδιά όλοι συμμετέχουν σ' ένα ξεφάντωμα που δεν περιγράφεται, γιατί μέσα σε ένα μικρό σχετικά χώρο ακούγονται πάνω από πέντε παρέες λαϊκά όργανα καθώς και χλιμιντρίσματα των αλόγων Tο γλέντι συνεχίζεται στην πλατεία της Χώρας περίπου δυο ώρες και ύστερα οι παρέες ξεκινούν για τη Γεράνεια, όπου τους περιμένουν και τους υποδέχονται στην πλατεία, όπου συνεχίζεται ο χορός απ' τους καβαλάρηδες με αμείωτο κέφι και ζωντάνια.
Ύστερα από μικρή ανάπαυλα παίρνουν πάλι τα άλογα και τα όργανα και επισκέπτονται τα σπίτια από εορτάζοντες. Μπαίνουν απ' την αυλόπορτα, παίρνουν το κέρασμα καβάλα, εύχονται χρόνια πολλά, ξεπεζεύουν και ρίχνονται στο χορό μαζί με τους εορτάζοντες και το γλέντι τραβάει μέχρι τα χαράματα, ένα ξεφάντωμα που στα αλήθεια δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν το μεγαλείο της γιορτής αυτής.
Το έθιμο έχει τις ρίζες του στα δύσκολα εκείνα χρόνια που περνούσε το έθνος μας στην Τουρκοκρατία. Και όταν οι Τούρκοι ύστερα από αιώνες αποφάσισαν να δώσουν στους Έλληνες να γιορτάσουν ελεύθερα δημόσια και επίσημα τις θρησκευτικές τους γιορτές, συγκεντρώνονταν στην Παναγία για να αποδώσουν τον υπέρτατο φόρο τιμής και προσήλωσης στην Υπέρμαχο Στρατηγό, η οποία με τη θαυματουργική της δύναμη έδινε α' αυτούς το δικαίωμα να ζουν και να χαίρονται έστω και για μια μέρα σαν ελεύθεροι άνθρωποι. Γι αυτό και αυτό το ξεφάντωμα, η χαρά, ο ενθουσιασμός και τα πολυποίκιλα στολίδια και εξαρτήματα για τον στολισμό των αλόγων. Και καλυμμένη πίσω απ' τους ήχους των τούρκικων ζουρνάδων και νταουλιών ανορθώνονταν η ελληνική λεβεντιά και αποφασιστικότητα μπροστά στα μάτια των Τούρκων.
Τα πρώτα χρόνια οι καβαλάρηδες έφερναν Τούρκους μουσικούς απ’ τη Νεάπολη με τους ζουρνάδες και νταούλια, έμπαιναν μπροστά οι ζουρνάδες και πίσω οι καβαλάρηδες. Κάτι χαρακτηριστικό που ανέφεραν οι παππούδες μας για κάποιο μουσικό συγκρότημα του Μουχαρέμ αγά κι έναν Τούρκο όνομα Ραμαντάνι που χτυπούσε το νταούλι και έκανε τέτοια κραδασμό που έσβηναν οι γκαζόλαμπες στα σπίτια που επισκέπτονταν το βράδυ οι καβαλάρηδες στους εορτάζοντες.
Το έθιμο αυτό διατηρείται και αναβιώνει κάθε χρόνο με τον ίδιο ζήλο, ίδιο κέφι και μεράκι και πίστη στην παράδοση, με θρησκευτική ευλάβεια, λεβεντιά και περηφάνεια.
Ο χρόνος, όπως ήταν φυσικό, έφερε αλλοιώσεις στο έθιμο και λίγο έλλειψε να ξεχασθεί ο θρησκευτικός και εθνικός του πυρήνας και να απομείνει ο διασκεδαστικός του φλοιός.
Τα τελευταία χρόνια όμως γίνεται κοινή προσπάθεια εκ μέρους της Αδελφότητας της Ιεράς Μονής, του Δήμου Σιάτιστας και των Διοικήσεων των Συλλόγων να επανακτήσει το έθιμο την πρωταρχική του σημασία, για να αποφεύγονται οι εκτροπές.
Έτσι από απλή λαογραφική και διασκεδαστική εκδήλωση να γίνει ένας ζωντανός εορταστικός παράγοντας στο όλο πρόγραμμα της Πανήγυρης της Μονή, που θα συμμετέχει με τον δέοντα σεβασμό και την ιεροπρέπεια στη λιτάνευση της Ιερής Εικόνας της Παναγίας που γίνεται με κάθε λαμπρότητα, μετά την Πανηγυρική Θεία Λειτουργία.
Αυτό φυσικά θα έχει σαν συνέπεια να αντλήσουμε όλοι μας την χάρη της Παναγίας και πλούσια την ευλογία της στην πόλη μας και στην ευρύτερη περιοχή
Ημερομηνία: 2010-03-29
Θέμα: Ο Χορός της Ρόκας στην Γαλατινήκαι το Μικρόκαστρο
Η Δυτική Μακεδονία και ο Νομός Κοζάνης πιο συγκεκριμένα φημίζονται για την πλούσια λαογραφική και πολιτιστική κληρονομιά τους. Σε κάθε χωριό ή πόλη κανείς παρατηρεί πως διατηρούνται ακόμη παμπάλαια ήθη και έθιμα τα οποία χάρη στις προσπάθειες της νέας γενιάς, αλλά και στην ενεργό συμμετοχή των παλαιοτέρων, διατηρούνται ζωντανά και το μόνο σίγουρο είναι πως με το ανάλογο ενδιαφέρον θα διατηρηθούν για πολύ καιρό ακόμη στο πέρασμα των χρόνων.
Ένα έθιμο, το οποίο έλκει από την : απαρχή του ίσως από την κτίση της Γαλατινής, αναβιώνει στο συγκεκριμένο Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Ασκίου. Πρόκειται για τον «Χορό της «Ρόκας» που γίνεται την τρίτη ημέρα του Πάσχα.
Χαρακτηριστικές είναι οι πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες που δίδονται από παλαιότερη έκδοση του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Γαλατινής για τον «Χορό της Ρόκας»:
«(...) ξετυλίγοντας λοιπόν το παρελθόν, στα πλαίσια του ετήσιου χρόνου, παρατηρούμε μια πληθώρα τοπικών εθίμων και εορτών συνδεδεμένων κάθε φορά με θρησκευτικά, ιστορικά, κοινωνικά και άλλα γεγονότα. Ιδιάζουσα σχέση στην πολυσχιδία και πολυμορφία της τοπικής παράδοσης κατείχε το έθιμο του "Χορού της Ρόκας". Επιγραμματικά πρόκειται γα ένα χορό που ονοματοδότησε με το πέρασμα των χρόνων μια ευρύτερη χορευτική εκδήλωση σε συγκεκριμένο χρόνο.
Θεωρούμε ότι θα ήταν ματαιοπονία και επικίνδυνο επιστημονικά να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τον ακριβή χρόνο της γέννησης του εθίμου. Σήμερα πάντως πλέον οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του χωριού βεβαιώνουν άτι το έθιμο κρατούσε και στα χρόνια των προπαππούδων τους. Μπροστά στο Χορό της Ρόκας έμπαιναν οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού. Ακολουθούσαν οι ανύπαντρες κοπέλες χωρίς το κροσωτό κεφαλομάντηλο, συνήθως με τα μαλλιά πλεγμένα. Το θέαμα αυτό συνοδευόμενο με τραγούδια εύθυμα γινόταν πάθος, προκαλούσε αισθήματα βαθιά ανθρώπινα.
Ο Χορός της Ρόκας γινόταν κατά τη δύση του ηλίου την τρίτη ημέρα του Πάσχα. Όμως οι γυναίκες έστηναν χορό ντυμένες με την τοπική ενδυμασία κάθε απόγευμα των τριών ημερών που κρατούσε ο εορτασμός του Πάσχα.
Γινόταν ξεχωριστά σε κάθε μαχαλά και μόνο τα τελευταία χρόνια η αναβίωση γίνεται με έναν χορό στην Πάδη (Παδ) στο κέντρο του χωριού. Μετά το 1912, έτος απελευθέρωσης της Μακεδονίας, στο χορό έμπαιναν κάποια στιγμή και οι άντρες κρατώντας ψηλά την Ελληνική σημαία για ευνόητους λόγους.
Ο τελευταίος, σημειωτέον, επώνυμος Χορός της Ρόκας τοποθετείται στο τέλος του 19°° αιώνα, περίπου το 1880 κι αυτό γιατί τη στιγμή που εξελίσσονταν ο χορός κατέφθασαν Τούρκοι στρατιώτες αναζητώντας να αρπάξουν την Αλαμάναινα. Αυτή ήταν γυναίκα ενός μεγαλόσωμου άντρα του χωριού, του Αλαμάνη. Όταν οι Τούρκοι ζήτησαν να μάθουν ποια είναι και που βρίσκεται η εν λόγω γυναίκα, η ίδια βρήκε το θάρρος και τους είπε άτι έφυγε από το χωριό. Οι Τούρκοι έφυγαν και έτσι γλίτωσε. Λίγο αργότερα από κάτοικο του χωριού φυγαδεύτηκε κρυφά από τη Σιάτιστα για περισσότερη ασφάλεια. Η προφορική παράδοση λέει ότι η ίδια ιστορία είχε επαναληφθεί λίγες μέρες νωρίτερα και με τη μάνα του καπετάν Γιώργου Νταβέλη (Δούκα), γνωστού Γαλατινιώτη ήρωα του τέλους του περασμένου αιώνα.
Όσον αφορά τους αιτιώδεις λόγους της εμφάνισης και διαιώνισης του εθίμου του "Χορού της Ρόκας", η απάντηση δεν μπορεί να είναι μία και ξεκάθαρη. Ακούγοντας όμως τα τραγούδια μπορούμε να υποψιαστούμε τα γενεσιουργά αίτια αυτού του εθίμου. Προφανώς τα τραγούδια που συνόδευαν το Χορό της Ρόκας δεν χρειάστηκε να αναζητήσουν θέματα, αλλά η ίδια η ζωή των ανθρώπων της Γαλατινής, αποτέλεσε την έμπνευση για την δημιουργία αυτών και του χορού. Άλλωστε το τραγούδι και ο χορός ως οι πλέον αυθόρμητες εκδηλώσεις αποτελούν ένα είδος ανθρώπινου "λόγου". Το συγκεκριμένο σίγουρα τότε ικανοποιούσε την ανάγκη των γυναικών του χωριού να εκφράσουν τις χαρές και τις λύπες τους, την θρησκευτική τους πίστη, την αγάπη στην οικογένειά τους, γενικά τα βιώματά τους και τέλος γιατί όχι, την φιλέορτη διάθεσή τους. Το έθιμο του Χορού της Ρόκας ήταν και εκτόνωση και γλέντι ιδίως μετά από έναν μακρύ χειμώνα. Απλά υπήρχαν και αργότερα, οι εθιμικές αφορμές για να φτάσει να διαιωνίζεται μέχρι σήμερα».
Πηγή : Περιοδικό ΓΡΑΦΗΜΑ
Ημερομηνία: 2010-03-29
Θέμα: Η Τελετή της Αποκαθήλωσης στο Δρυόβουνο
Μία από τις πιο κατανυκτικές τελετές που λαμβάνουν χώρα στο Νομό Κοζάνης, τελείται, στο Δημοτικό διαμέρισμα Δρυοβούνου του Δήμου Νεάπολης, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής. Πρόκειται για την αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης του Εσταυρωμένου" η οποία γίνεται με ιδιαίτερα ευλαβική κατάνυξη την ημέρα κορύφωσης των Παθών του Ιησού Χριστού.
Σύσσωμη η κοινωνία του χωριού αλλά και όλου του Δήμου Νεάπολης, καθώς και πολλοί επισκέπτες από άλλες περιοχές, μετέχουν στη συγκινητική αυτή τελετή, ενώ η πομπή ιερέων και πιστών, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης, μετά την ανάγνωση των Μεγάλων Ωρών, το πρωί της Μ. Παρασκευής, ξεκινά από την εκκλησία του χωριού, για τον γειτονικά ονομαζόμενο λόφο του «Γολγοθά». Τα πένθιμα εμβατήρια που ηχούν, κάνουν όλους άσοι μετέχουν στην τελετή να αισθάνονται ακόμη πιο έντονα τη θλίψη και το πένθος για τα Πάθη του Ιησού Χριστού.
Σιγά-σιγά η πομπή κατευθύνεται προς τον περίβολο του Ναού, εκεί όπου από πριν έχουν στηθεί οι σταυροί με τα σώματα του Ιησού και των δύο ληστών που σταυρώθηκαν μαζί του, δημιουργώντας έτσι ένα κατανυκτικό... σκηνικό.
Η βαθιά θλίψη και οδύνη όλων για τα Πάθη του Χριστού κορυφώνεται στην προσκύνηση του Επιταφίου και στην Αποκαθήλωση του Σώματος του Χριστού από το Σταυρό. Είναι η στιγμή που ο μητροπολίτης, ζώντας πολύ έντονα συναισθήματα, με τον πόνο χαραγμένο στο πρόσωπό του, τυλίγει σε λευκό σεντόνι το Σώμα του Ιησού και κατεβάζοντάς Το από τον Σταυρό το ραίνει με λουλούδια.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμμετοχή των νέων παιδιών, κάτι που σηματοδοτεί και την συνέχεια και τη διατήρηση της συγκεκριμένης τελετής στο πέρασμα των χρόνων. Κοπέλες που συμβολίζουν τις μυροφόρες γυναίκες κρατούν καλάθια με λουλούδια και ραίνουν το Σώμα του Χριστού, τη στιγμή που όλοι αισθάνονται με βαθιά κατάνυξη την κορύφωση του Θείου δράματος.